Οι εκθέσεις βιβλίου είναι μια καλή ευκαιρία να βρει κανείς κάτι διαφορετικό, κάτι που θα «αγγίξει» ακόμη μια πτυχή του, ίσως την νοσταλγία που νιώθει για παλιές καλές εποχές, ίσως τις απορίες που έχει για το τι θα επακολουθήσει στο μέλλον.
Υπάρχουν βέβαια μερικοί που κατά καιρούς έχουν χαρακτηρίσει τέτοιες εκθέσεις σαν «παζάρι» αγνοώντας την ιστορική σημασία τους στην διάδοση της τυπογραφίας και του βιβλίου και τον καθοριστικό ρόλο τους στην εξάπλωση νέων, αλλά όχι από καθέδρας, αποδεκτών ιδεών. Σε μια τέτοια έκθεση άλλωστε, στην Λειψία, ο Κοπέρνικος παρουσίασε το διωκόμενο από την Καθολική εκκλησία βιβλίο του για την κίνηση των πλανητών.
Στα «παζάρια» αυτά της γνώσης, οι συγγραφείς γνωστοί και άγνωστοι, είναι ίσοι απέναντι στο υποψήφιο κοινό, χωρίς λογοκρισία από συμφέροντα και εξουσίες. Μόνος τελικός κριτής ο αναγνώστης, παρ’ όλο που σε πολλές χώρες και διάφορες ιστορικές περιόδους το βιβλίο και η βιβλιοκτησία -βιβλιοχρησία ήταν αντικείμενο και έννοια απόλυτα συνδεδεμένη με τα ιερατεία και την κρατική εξουσία.
Στην Ελλάδα όμως η εξάπλωση της ήταν πάγκοινη,προσιτή και χρησιμοποιούμενη από όλους, ακόμη και από τις γυναίκες, πριν από την εποχή του Ομήρου. Μέσα σε μια διαδρομή 8.000 χρόνων, από τα χαράγματα στα σπήλαια του Παγγαίου, ή την επιγραφή των 6.000 χρόνων του Δισπηλιού της Καστοριάς, ως τα περιεχόμενα της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, η αρχαιολογική σκαπάνη τις τελευταίες δεκαετίες, συνέχεια φέρνει στο φως, δείγματα γραφής.
Έτσι αν σήμερα βρισκόταν σε μια έκθεση βιβλίου ένας αρχαίος μας πρόγονος, δεν θα αισθανόταν ξένος. Οι πάγκοι της έκθεσης, θα του έφερναν στο μυαλό, τους πάγκους πώλησης στις «οδούς αντιγραφέων» των αρχαίων μητροπόλεων, όπου οι ενδιαφερόμενοι περαστικοί, ντόπιοι ή ξένοι ταξιδιώτες,έψαχναν να βρουν τα αντικείμενα των πνευματικών τους πόθων και παράλληλα να συζητήσουν με άλλους συζητητές του ονείρου της γνώσης.
Σίγουρο λοιπόν είναι πως, με την γραφή ο λογάς Έλληνας βρήκε την άγια χαρά του. Βρήκε την δυνατότητα να ταξιδεύει στον χώρο και τον χρόνο. Και οι στοχαστές της φυλής βρήκαν το εργαλείο της μετάδοσης του Ελληνικού πνεύματος στην αιωνιότητα.
Ο Πλάτων στο «Φίληβο», αναφέρει την γραφή ως «…αποτελούσα την αιωνίως ομιλούσα φωνή…», ενώ ο μεγάλος στοχαστής Μάρτιν Χάιντε,στην «Εισαγωγή στην Μεταφυσική» παρατηρεί:
«… Οι Έλληνες είχαν συλλάβει την γλώσσα σαν ον. Την είδαν οπτικά, δηλαδή όλα ξεκίνησαν από τη γραπτή γλώσσα. Η γλώσσα έλεγαν,ίσταται ως γραπτή εικόνα της λέξης». Ίσταται για τους Έλληνες σημαίνει εμφαίνεται, αποκαλύπτεται από το σκοτάδι.
Από όλους τους λαούς-χρήστες γραφής, μόνο οι Έλληνες μάζεψαν βιβλία για γενική χρήση και ενημέρωση. Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου ήταν η χαρά των Ελλήνων επιστημόνων. Όταν μάλιστα η Ελλάδα, στο απόγειο της δόξας της έφτασε στην Αίγυπτο, ένας Μακεδόνας βασιλιάς – στρατηγός,ο Πτολεμαίος, υλοποίησε το όνειρο της απόλυτης γνώσης, με την δημιουργία ενός χώρου, στον οποίο συγκέντρωσε, γραμμένα σε ελληνική γλώσσα, για να είναι προσιτά σε όλους, τα κείμενα όλων των λαών. Από τα ελληνικά διανοήματα του Αριστοτέλη και του Ηράκλειτου, ως τη μετάφραση του ιερού βιβλίου ενός ασήμαντου από πλευράς μεγέθους ποιμενικού λαού, την Παλαιά Διαθήκη, που χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα. Σαγχωνιάθων, Νόννος, Βήροσος. Τα χρονικά όλων των λαών προσιτά στον καθένα.
Όνειρό του και σκοπός που πέτυχε ήταν η απόλυτη αλογόκριτη γνώση. Σχεδόν για 1000 χρόνια μέχρι το 700 μ.χ. το βιβλίο είχε το ναό του. Τη χρονιά αυτή ο Άραβας χαλίφης διέταξε το κάψιμο της Αλεξανδριανής Βιβλιοθήκης, γιατί σύμφωνα με την Μωαμεθανική του πίστη «ότι περιείχαν τα βιβλία της, ή το έγραφε το Κοράνι και άρα ήταν περιττά, ή δεν το έγραφε και άρα ήταν άχρηστα». Τότε η συσσωρευμένη γνώση θέρμαινε για έξημήνες τα λουτρά της μεγαλύτερης πόλης της εποχής της με 600.000 κατοίκους.
Περιδιαβαίνοντας λοιπόν σε αυτό το πανηγύρι της τυπωμένης γνώσης έρχεται αυτόματα στο νου η ευχή, το «Φαρενάιτ 450» να μη γίνει ποτέ πραγματικότητα. Διότι όπως είπε ένας μεγάλος διανοητής της εποχής:
«Δεν υπάρχει κακό βιβλίο, υπάρχουν κακοί χρήστες και η προσφυγή στην όποια γνώση είναι αναφαίρετο δικαίωμα επιλογής κάθε ανθρώπου».
Δημοσίευση: Περιοδικό «ΕΞ’ ΑΜΑΞΗΣ» ΙΟΥΝΙΟΣ 1999