Θεωρώ ότι στην πολιτική, από οποιαδήποτε θέση ευθύνης και αν απευθύνεται κάποιος στους πολίτες, οφείλει να το κάνει με έναν τρόπο αληθινό και άμεσο.
Μόνο έτσι μπορεί να δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης. Μόνον τότε έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως ιμάντας μεταφοράς προβλημάτων προς το κεντρικό σύστημα εξουσίας και μόνο με αυτόν τον τρόπο έχει την ευκαιρία να επεξεργάζεται ταυτόχρονα και λύσεις.
Επιλέγοντας έναν παρόμοιο τρόπο προσέγγισης της πολιτικής και χωρίς να φοβάμαι να παρουσιάσω απόψεις διαφορετικές από τις επικρατούσες θα απαντούσα στο ερώτημα του θέματος της σημερινής ημερίδος με ένα «ΟΧΙ», ή για να μην είμαι τόσο απόλυτος, θα έλεγα ότι υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση των στοιχείων για τη γυναικεία ανεργία.
Την κλασική ανάγνωση θα την αφήσω στους επόμενους ομιλητές, κυρίως στην κ. Ράλλη, η οποία θα παρουσιάσει ορισμένα εμπεριστατωμένα στοιχεία.
Προσωπικά, επιλέγω την EUROSTAT, σύμφωνα με την οποία, η διαφορά ανδρικής και γυναικείας ανεργίας είναι στην Ελλάδα περίπου στο 7%. Συγκεκριμένα, το 2009 η πρώτη ήταν 6,9% και η δεύτερη 13,2%, ενώ το 2010 ήταν 8,5% και 15,9% αντίστοιχα.
Θα αναρωτιέστε, βέβαια, πού διαφωνώ, αφού η διαφορά είναι αισθητή.
Προσέξτε όμως κυρίες και κύριοι.
Όταν μετρούμε την ανεργία υπολογίζουμε αυτή που προέρχεται από τη μισθωτή εργασία, χωρίς να υπολογίζουμε την προερχόμενη από τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους.
Αν, λοιπόν υπήρχαν στοιχεία, μέσα στη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης, για όλους όσοι επέλεξαν να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση ή να στήσουν το δικό τους μαγαζί και τώρα είναι άνεργοι, βλέποντας κόπους χρόνων να πηγαίνουν χαμένοι, τα αποτελέσματα για την ανεργία θα ήταν διαφορετικά.
Την πεποίθησή μου αυτή τη βασίζω στην άποψη ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αφορά κυρίως τους άνδρες και ως απόδειξη αναφέρω ότι σύμφωνα με έρευνες, μόνο το 20% των επιχειρηματιών είναι γυναίκες.
Συνδυάζοντας, λοιπόν, τις δύο διαφορετικής προέλευσης μορφές ανεργίας, το ερώτημα του θέματος αποκτά άλλη διάσταση και είναι πολύ πιθανό η διαφορά στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών να μην υφίσταται.
Ταυτόχρονα, βέβαια, τίθεται και ένα άλλο ερώτημα. Συγκεκριμένα:
«Γιατί το ποσοστό των ανδρών που ασχολούνται με τις επιχειρήσεις, μικρές, μεσαίες και μεγάλες είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των γυναικών;».
Μία κλασική απάντηση θα περιελάμβανε ανάλυση για τη θέση της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία, που ως ένα βαθμό αντιμετωπίζει καχύποπτα τη γυναικεία επιχειρηματικότητα ή θα εκινείτο στο κλασικό μοτίβο της ανάγκης η γυναίκα να χρησιμοποιεί πολύ μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της ασχολούμενη με την οικογένεια.
Με μια άλλη όμως θεώρηση, θα έλεγα, ότι σημαντικό βαθμό στο φαινόμενο αυτό διαδραματίζει και η γυναικεία φύση που πιθανώς, είναι συντηρητική απέναντι στο ρίσκο. Μήπως, λοιπόν, οι γυναίκες τολμούν λιγότερο και έτσι ταυτόχρονα έχουν λιγότερο αναπτυγμένο το κύριο στοιχείο που απαιτεί η επιχειρηματικότητα και είναι η ανάληψη κινδύνου, η οποία από την άλλη πλευρά αποτελεί και το πλεονέκτημά τους μέσα στην οικογένεια;
Ως αποτέλεσμα όλου του προηγούμενου συλλογισμού, προκύπτει αυτόματα και το ερώτημα αν υπάρχει λόγος ύπαρξης των προγραμμάτων γυναικείας επιχειρηματικότητας.
Προσωπικά, πιστεύω πως όχι, διότι από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι πόροι των συγκεκριμένων προγραμμάτων δεν απορροφώνται. Θα μπορούσαν, λοιπόν, να χρησιμοποιηθούν περισσότερο παραγωγικά και να κατευθυνθούν, παραδείγματος χάριν, προς νέα προγράμματα στήριξης των «ανέργων», αυτοαπασχολούμενων και μικροεπιχειρηματιών.
Η φιλολογία η οποία αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια για τη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας, δημιούργησε και άλλες στρεβλώσεις, που οφείλονται κυρίως στην προσπάθεια των γυναικείων οργανώσεων να λύσουν υπαρκτά προβλήματα.
Φθάσαμε, λοιπόν, στο σημείο, το δικό μας κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, να θεσμοθετεί ποσόστωση 1/3 για κάθε φύλο στη στελέχωση των επιστημονικών επιτροπών για την Έρευνα και την Τεχνολογία. Δηλαδή, δώσαμε τη δυνατότητα να μην προσλαμβάνονται σ’ αυτές τις επιτροπές τα άτομα σύμφωνα με τα επιστημονικά τους προσόντα, αλλά με βάση το φύλο.
Επίσης και η ποσόστωση στα ψηφοδέλτια καθιερώθηκε από εμάς και οδηγεί πολλές φορές σε τραγελαφικές καταστάσεις, με την αναγκαστική συμμετοχή γυναικών, που στερούμενες των ελαχίστων προσόντων, μάλλον δημιουργούν περισσότερα προβλήματα στην ανάγκη για γυναικεία πολιτική εκπροσώπηση σε υψηλές θέσεις ευθύνης.
Στέκομαι, λοιπόν, με σκεπτικισμό στην ποσόστωση στη συμμετοχή στα ψηφοδέλτια, ενώ προφανώς είμαι απολύτως αρνητικός σε κάποιες φωνές, μεμονωμένες βέβαια, που θέλουν να υπάρχει ποσόστωση και στην εκλογή. ʼλλωστε, η σημερινή εικόνα της κοινωνίας είναι πολύ διαφορετική από τη δεκαετία του ’70. Η κύρια απασχόληση για τη μέση γυναίκα ήταν τότε τα «οικιακά». Η γυναίκα ζούσε κατά βάση στο σπίτι και η σχέση που είχε με τα προβλήματα της εκτός σπιτιού εργασιακής καθημερινότητος είχε να κάνει με ό,τι αφορούσε στη δουλειά του συζύγου.
Από τότε βέβαια πολλά άλλαξαν. Σήμερα η μέση γυναίκα είναι εργαζόμενη όπως ο άνδρας. Οι κοινωνίες έχουν «ανοίξει», οι συνήθειες της καθημερινότητος άλλαξαν. Το ότι πλέον στην οικογένεια εργάζονται και οι δύο γονείς έχει ανατρέψει παλιές κατεστημένες λογικές.
Γιατί λοιπόν η ποσόστωση στα ψηφοδέλτια; Αν αυτό δεν είναι αναχρονισμός, τότε τι είναι; Γιατί να θεωρούνται οι γυναίκες «προβληματική» κοινωνική ομάδα που στο όνομα της δήθεν ισότητος χρειάζονται «σπρώξιμο»; Γιατί να θεωρείται ένας πολίτης λιγότερο ικανός από κάποιον άλλο στο εκλέγεσθαι μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα; Δηλαδή τι παραπάνω χρειάζεται για να χαρακτηρίσει κάποιος αυτή τη λογική σαν καθαρά ρατσιστική;
Ακούγοντας όλη την προηγούμενη επιχειρηματολογία, ίσως κάποιοι να αναρωτιούνται αν ζω αλλού και αν πραγματικά πιστεύω ότι η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών στα οικογενειακά βάρη δεν καθιστά δυσκολότερη την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας.
Βεβαίως και δεν το πιστεύω. Θεωρώ όμως ότι με βάση μια πραγματική κατάσταση, δημιουργείται ένα κλίμα και μεθοδεύονται λύσεις προς λάθος κατεύθυνση.
Τα παραδείγματα των προγραμμάτων γυναικείας επιχειρηματικότητος και των ποσοστώσεων είναι ενδεικτικά.
Αντίθετα, πιστεύω ότι η πολιτεία πρέπει να κατευθύνει πόρους σε προγράμματα στήριξης της μητρότητος, σε κατασκευή παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών και στην ύπαρξη των ολοήμερων σχολείων, δίνοντας τη δυνατότητα στη μητέρα να είναι ταυτόχρονα και εργαζόμενη.
Παράλληλα και όλοι εμείς σταδιακά να μεταδώσουμε στις νέες γενιές την αντίληψη ότι η φροντίδα της οικογένειας είναι υπόθεση και των δύο φύλων, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φύλου.
Μόνο έτσι θα ελπίζουμε ότι η συζήτηση για τις ποσοστώσεις δεν θα έχει πλέον κανένα νόημα.
Ομιλία σε εκδήλωση της ΝΟ.Δ.Ε. Ανατολικού τομέα Θεσ/νίκης της Ν.Δ. (23-05-2011)