Ο Αντόνιο Γκράμσι έχει πει πως «οι πολιτικές μάχες κερδίζονται πρώταστο πεδίο των ιδεών» και έχει δίκιο. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα καταγράφηκεένα παράδοξο γεγονός καθώς οι «ηττημένοι» κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν στηνκοινωνία μια ηγεμονία των αριστερόστροφων ιδεών με αποτέλεσμα, στα χρόνια πουακολούθησαν, έννοιες όπως η παραγωγικότητα, η επιχειρηματικότητα και η αξιοκρατία να παραμεριστούν ως «ξεπερασμένες».
Ο φιλελεύθερος χώρος δεν έδωσε ιδεολογικές μάχες και έχασεσε πολιτικό επίπεδο, παραχωρώντας πεδίο δράσης σε μια «προοδευτική» ηγετικήελίτ.
Σταδιακά, αργά, μεθοδικά, η ελληνική κοινωνία μπολιάστηκεαπό σοσιαλίζουσες απόψεις οι οποίες στηρίζονται στον ουμανισμό. Και μπορεί όταντις συζητάει κανείς, να μην υπάρχει αντίθετη άποψη, ωστόσο το πρόβλημα είναιότι πάσχουν στην εφαρμογή.
Από την άλλη πλευρά η ευθύνη της φιλελεύθερης παράταξηςείναι πως όταν της δόθηκε η ευκαιρία ως κυβέρνηση να αλλάξει την υπάρχουσακατάσταση, συμβιβάστηκε με ένα σύστημα που εξελέγη για να το μεταρρυθμίσει.Δίστασε και διαχειρίστηκε την εξουσία με τρόπο με τον οποίο στην ουσία φαινόταννα δίνει άλλοθι στις αντίθετες απόψεις, ζητώντας πολλές φορές τηνεπιβράβευση της αριστεράς.
Με λίγα λόγια δεν κυβέρνησε σύμφωνα με τις ιδέες της.
Τώρα, όμως, που ο κύκλος της Μεταπολίτευσης κλείνει καιανοίγει εκείνος της Νέας Μεταπολίτευσης, ήρθε η ώρα ο κοινωνικόςφιλελευθερισμός να περάσει στην ιδεολογική αντεπίθεση, τερματίζοντας το άτυποσιωπητήριο που του επιβλήθηκε τα τελευταία 60 χρόνια.
Παράλληλα με την έναρξη του προεκλογικού αγώνα γίνεται σαφέςότι η Νέα Δημοκρατία, με τον ιδεολογικό της λόγο και τις προγραμματικές τηςθέσεις, μπορεί να εκφράσει, καλύτερα από το ΠΑΣΟΚ, τον αστικό χώρο στηνπολιτική μάχη απέναντι στην αριστερά και στη, χωρίς πρόταση, αντιμνημονιακήστάση των κομματικών σχηματισμών στα δεξιά της.
Σύμμαχο της στην κατεύθυνση αυτή θα έχει τη μεσαία τάξη μεόλες της τις διαστρωματώσεις και κύριους άξονες την ιδιωτική πρωτοβουλία, τηνεπιχειρηματικότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον εκσυγχρονισμό και τη μείωση τουκράτους.
Φυσικά οι μεταρρυθμίσεις πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη καιτην παράμετρο της κοινωνικής αλληλεγγύης, ιδιαίτερα σήμερα με την ύφεση στοβαθύτερό της σημείο.
<w_LsdException Locked="false" SemiHidden="true" UnhideWhenUsed="true" Name="envelope address"|"|"|"|"
4"
9
Ενόψει εκλογών, ακούω πολιτικούς αναλυτές να πιστώνουν στο ΠΑΣΟΚ τοπλεονέκτημα της «κυβερνησιμότητας», λόγω της πολυετούς παραμονής στην εξουσίατα τελευταία τριάντα χρόνια, και να χρεώνουν στη ΝΔ έλλειψη εμπειρίας στηδιακυβέρνηση της χώρας.
Όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της παραπάνω άποψης, αγνοούνπως επί της ουσίας ο μύθος που έχτισε το ΠΑΣΟΚ από το 1981 μέχρι σήμερα,επενδύοντας πολλές φορές σε συνθήματα κενού περιεχομένου, στηρίχθηκε σε έναμεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις τις οποίες εξασφάλισε η ΝΔ από τις Βρυξέλλεςυπογράφοντας την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ.
Εκείνα τα χρήματα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείοανάπτυξης.
Αντίθετα η επιδοματική ανάπτυξη την οποία προέκριναν,κατέστρεψε την παραγωγική βάση ενώ η κυβερνητική «αποτελεσματικότητα» και «εμπειρία» που επικαλούνται διόγκωσε τον δημόσιο τομέα, αποδυνάμωσε τονιδιωτικό, αποδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, την υγεία και την παιδεία,οδηγώντας στη σταδιακή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και στην ύφεση πουβιώνει η ελληνική οικονομία την τελευταία εξαετία.
Πολύ συχνά ακούω, επίσης, αρκετούς να επιρρίπτουν μεγάλομερίδιο ευθύνης για τα σημερινά δεινά της χώρας στην τελευταία περίοδοδιακυβέρνησης της ΝΔ. Λησμονούν, ωστόσο, πως από το 2004 μέχρι το 2009 έγιναν βήματα που έδωσαν στην ελληνική οικονομία το δικαίωμα ναοραματίζεται μια αυτοδύναμη ανάπτυξη. Χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές,200.000 νέες θέσεις εργασίας, ευκαιρίες για όλους, υλοποίηση έργων μέσω ΣΔΙΤ,ξένες επενδύσεις όπως συνέβη στην περίπτωση του ΟΛΠ και ένταξη της χώρας στονενεργειακό χάρτη, ήταν ορισμένες μόνο ενέργειες που αποσκοπούσαν στην ενίσχυσητης ανάπτυξης .
Σήμερα, δυο χρόνια μετά τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, η ΝέαΔημοκρατία είναι η μόνη πολιτικά και ιδεολογικά συντεταγμένη δύναμη. Διέγνωσεέγκαιρα την αδιέξοδη πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου και πρότεινεσυγκεκριμένες πολιτικές για το παραγωγικό μοντέλο που πρέπει να εφαρμοστεί στηνπροσπάθεια να χτιστεί η Ελλάδα από την αρχή.
Τέλος, ο πολιτικός διάλογος στις εκλογές της 6ης Μαΐου δενπρέπει να εγκλωβιστεί στο δίπολο «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» αλλά να αναζητήσειαπάντηση στο ερώτημα ποιο κόμμα, με ποιες πολιτικές και με ποια πρόσωπα μπορεί να εγγυηθεί ένα σταθερό παρόν και να βάλει τα θεμέλια γιαμια καλύτερη Ελλάδα στο μέλλον.