Home / Άρθρα / ΠΕΡΙ ΙΒΑΝ ΚΑΙ ΠΑΟΚ ΑΠΟ ΕΝΑΝ «ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟ
ΠΕΡΙ ΙΒΑΝ ΚΑΙ ΠΑΟΚ ΑΠΟ ΕΝΑΝ «ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟ
Είναι εύκολο και έγινε πλέον μόδα, με αφορμή διάφορα επώνυμα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης να διαβάζουμε κείμενα σε εφημερίδες ή στο διαδίκτυο για τη συντηρητική Θεσσαλονίκη.
Τώρα είναι ο Ιβάν του ΠΑΟΚ, πριν λίγους μήνες ο Μητροπολίτης Άνθιμος και η πρόθεση αναγόρευσης του σε επίτιμο διδάκτορα του Α.Π.Θ. και παλαιότερα ο Ψωμιάδης.
Τι εκπροσωπούν, όμως, συνήθως οι περισσότεροι από αυτούς τους κονδυλοφόρους;
Εκπροσωπούν, κατά τη γνώμη μου, ένα χώρο, που αυτοαποκαλούμενος προοδευτικός μηρυκάζει απλώς απόψεις για ανανέωση, συναίνεση και κοινή λογική. Έχει ταυτόχρονα παραπλήσιες θέσεις με τους «δικαιωματιστές» στα κοινωνικά θέματα και τους διεθνιστές στα εθνικά. Σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά ένα περίεργο τρόπο, υποστηρίζει πάντα τα τελευταία χρόνια, ως αντίβαρο στο συντηρητισμό, την ίδια παράταξη στο Δήμο Θεσσαλονίκης.
Γι΄ αυτούς το κλίμα στη Θεσσαλονίκη δίνεται από τον φραπέ, τη μπουγάτσα, τον ΠΑΟΚ, τον ταξιτζή που ακούει Μετρόπολις ή Λίμπερο και τον μοναχό από το Άγιο Όρος, ο οποίος επηρεάζει τη κουλτούρα της πόλης. Λες και στον Πειραιά δεν ακούς παντού για Ολυμπιακό και δεν υπάρχει ο Μητροπολίτης Σεραφείμ.
Τους κατανοώ. Ειδικά όσους γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και κάνουν καριέρα στην Αθήνα.
Το κλίμα που «πιάνουν» είναι ανάλογο ενός επισκέπτη της πόλης, κοσμοπολίτη Αθηναίου. Όχι ενός ανθρώπου που δραστηριοποιείται εδώ, ανήκοντας σε οποιαδήποτε κοινωνική διαστρωμάτωση.
Τους προλαβαίνω, μάλιστα.
Δεν ανήκω σ΄αυτούς που πιστεύουν στην αδικημένη Θεσσαλονίκη από το αθηνοκεντρικό κράτος.
Κανείς δεν εμπόδισε την πόλη να αναπτυχθεί, όταν το ήθελε. Ούτε τους πολίτες της να «ανοίξουν τα φτερά τους» όποτε το επιθυμούσαν. Όταν, τα πράγματα για την πόλη πηγαίνουν στραβά πιστεύω ότι την ευθύνη την έχουμε κυρίως εμείς.
Η πόλη ανέδειξε μια πολύ σημαντική επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα και πολύ γνωστούς ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης που αυτοί δίνουν τον τόνο της. Απλά, έχει γίνει συνήθεια να αναδεικνύουν τα μέσα, πρόσωπα της Θεσσαλονίκης που κινούνται σε επίπεδο δημόσιου λόγου σε υψηλούς τόνους, με τους οποίους και ο ίδιος προσωπικά διαφωνώ.
Η ουσία, όμως, είναι ότι τα πρόσωπα αυτά υπερπροβάλλονται και μετά από ένα σημείο, επί σκοπού, απαξιώνονται από τους «δικαιωματιστές» και τους διεθνιστές για τον πυρήνα των θέσεων που εκφράζουν.
Όσο για τον Ιβάν Σαββίδη, πιστεύω ότι είναι ο εύρωστος οικονομικά πρόεδρος που χρειαζόταν ο ΠΑΟΚ, μεγάλος επενδυτής για τη Θεσσαλονίκη και πολύ κακός διαχειριστής της δημόσιας παρουσίας και της σχέσης του με την πολιτική. Ταύτισε πλήρως την επιχειρηματική του πορεία στην Ελλάδα με την κυβέρνηση των «ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ», λειτούργησε με τρόπο που αφήνει, δικαίως ή αδίκως, να πλανάται η άποψη ότι εκπροσωπεί στην Ελλάδα τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας και τώρα το πληρώνει. Ο τρόπος που κομματικοποιήθηκε από τον ίδιο και την κυβέρνηση η επιχειρηματική του πορεία είναι παράδειγμα προς αποφυγή, σε μία περίοδο που η χώρα μας οφείλει να αφήσει οριστικά στο παρελθόν παρόμοιες σχέσεις ταύτισης επιχειρηματικότητας και πολιτικής. Όμως έχει δίκιο ο Θοδωρής Ζαγοράκης όταν δηλώνει ότι τα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι καινούργια και δεν ονομάζονται ΠΑΟΚ και Ιβάν Σαββίδης.
Επισημαίνω, επίσης, σε όσους βιασθούν να βγάλουν συμπεράσματα από το κείμενο μου, ότι καλό είναι να διαβάσουν μια ανάρτηση στον προσωπικό μου λογαριασμό που έγινε πριν τα Χριστούγεννα.
Τότε κατέκρινα με σφοδρότητα την Κυβέρνηση, η οποία δημοπράτησε την παραχώρηση του ΟΛΘ, χωρίς να συμπεριλάβει όρο για απαίτηση προσκόμισης εγγυητικής συμμετοχής από τράπεζα με υψηλή διαβάθμιση. Στο διαγωνισμό είναι γνωστό ότι μειοδότησε σχήμα, υπό τον Ιβάν Σαββίδη με εγγυητική από πτωχευμένη Ρωσική Τράπεζα.
Τότε για κάποιους ήμουν απέναντι στον Ιβάν Σαββίδη.
Τη δική μου αλήθεια εκφράζω πάντα, χωρίς να αυτολογοκρίνομαι.
Τέλος, καλό είναι οι πολίτες να μην λειτουργούν πολιτικά με βάση τις οπαδικές τους προτιμήσεις. Όταν το κάνουν, αφήνουν χώρο για παιχνίδια, σε όλους όσοι χρησιμοποιούν τις αγαπημένες τους ομάδες για να προσπορισθούν πολιτικά και κατ΄επέκταση επιχειρηματικά κέρδη, με αποτέλεσμα να χάνει συνολικά το ποδόσφαιρο, το επονομαζόμενο και «μπαλέτο της εργατικής τάξης».