Η οικονομική κρίση και το ξεπέρασμα των πολλαπλών προβλημάτων που αυτήφέρνει στην κοινωνία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτρέψουν τους πολίτεςαπό την αναζήτηση, ίσως σε ένα επόμενο στάδιο απαντήσεων και σε άλλα ερωτήματαπου αφορούν όμως καίρια τη ζωή τους.
Ένα τέτοιο θέμα για τους θεσσαλονικείς, έχοντας μάλιστα τις δημοτικέςεκλογές πλέον μπροστά, αφορά το «ποια Θεσσαλονίκη θέλουμε;» και είναι έναερώτημα με προφανώς, πολλές παραμέτρους, οι οποίες δεν μπορεί να περικλείονταιμόνο μέσα στα όρια του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση επίσης αυτή δεν αφορά αποκλειστικά την αισθητική και αδικούν τοερώτημα όσοι, μετ’ επιτάσεως, προβάλλουν μονοσήμαντα αυτή της την πλευρά. Τουςθυμίζω ότι η αισθητική, πολύ βέβαια σημαντική συνιστώσα ζωής, και για μένα τονίδιο προσωπικά, αφορά κυρίως την αστική τάξη του κέντρου της πόλης καιαδυνατίζει σταδιακά όσο περνάμε στην περιφέρεια και σε πιο λαϊκές τάξεις.
Ακόμα το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να έχει στο κέντρο του το δίπολο συντήρησηή πρόοδος σε κάθετη μορφή όπως ορισμένες πλευρές προσπαθούν να μας πείσουν.Τους θυμίζω πάλι, ότι είναι ένα δίπολο που διατρέχει όλους τους πολιτικούςχώρους οριζόντια και σίγουρα δεν έχει σχέση μόνο με την αισθητική του λόγου ήτης συμπεριφοράς ορισμένων θεσμικών εκπροσώπων της πόλης. Διότι δεν είναισωστό, ζητήματα που αφορούν ουσιαστικά την αισθητική της πολιτικής συμπεριφοράςκαι του λόγου, να προτάσσονται έναντι της ουσίας, κρύβοντας απόψεις, οι οποίεςαφορούν την Ελληνικότητα, την ορθοδοξία, τον πατριωτισμό, ή τον κοσμοπολιτισμό.
Αφού λοιπόν δεχθούμε ότι η συζήτηση για τη Θεσσαλονίκη δεν αφορά μόνο τηναισθητική, αλλά είναι ευρύτερη τότε θα παραδεχθούμε εύκολα, ότι περικλείει καιτις αναπτυξιακές προοπτικές όλης της πόλης, γεγονός που μετατρέπει αυτόματα όλατα ζητήματα σε πολιτικά.
Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα. Ένα από αυτά περικλείει το πανεπιστημιακόάσυλο. Θα αναρωτιέστε τώρα τι σχέση μπορεί να έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο.Και όμως έχει. Η Θεσσαλονίκη διαθέτοντας το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο τωνΒαλκανίων και έχοντας τη ζώνη καινοτομίας, θα μπορούσε μαζί με την ευρύτερηπεριοχή να γίνει ένα κέντρο καινοτομικών δραστηριοτήτων. Γνωρίζετε όμως ότι καιλόγω του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το πανεπιστημιακό άσυλο, οποιαδήποτεπροσπάθεια σύνδεσης έρευνας και παραγωγής, πέφτει στο κενό, διότι διάφορεςομάδες φοιτητών καταστρέφουν κάθε προσπάθεια.
Τι γνώμη έχουν λοιπόν για το θέμα αυτό οι θιασώτες της αισθητικήςπροσέγγισης του ερωτήματος «ποια Θεσσαλονίκη θέλουμε;»
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο το οποίοόλη η Βόρεια Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει το εμπορευματικό κέντρο της Ν.Α.Ευρώπης, όπως ακριβώς είναι η Ολλανδία για την Βορειοκεντρική Ευρώπη. Ηανάπτυξή του όμως περνά σίγουρα μέσα από την ιδιωτικοποίηση τμήματος τωνλειτουργιών του, η οποία επιχειρήθηκε στο παρελθόν, αλλά έπεσε στο κενό έχονταςαπέναντί της τμήμα του πολιτικού προσωπικού της πόλης και διάφορες συνδικαλιστικέςομάδες.
Τι γνώμη έχουν λοιπόν για το θέμα αυτό όσοι προβάλλουν μονόπλευρα το δίπολοσυντήρηση ή πρόοδος; Είναι πρόοδος αυτό που έγινε; Ποιος μπορεί να είναι ορόλος της επιχειρηματικότητας στην ανάπτυξη της πόλης; Μπορούμε να προχωρήσουμεχωρίς αυτήν;
Μπορεί επίσης η συζήτηση να μην περιλαμβάνει τα έργα που ξεκίνησαν ήολοκληρώθηκαν στην πόλη τα τελευταία χρόνια; Θυμίζω τη Ζώνη Καινοτομίας, τοΔιεθνές Πανεπιστήμιο, το Μετρό, αλλά και έργα όπως η παραλία, η διαμόρφωση τηςαλάνας της Τούμπας και το Δημαρχιακό μέγαρο, η αποπεράτωση του οποίουκωλυσιεργεί, με τρόπο που αδικεί την πόλη.
Κυρίες και κύριοι, εμείς στη Νέα Δημοκρατία, έχοντας νέα ηγεσία, κατανοούμεότι οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα αφορούν πρωτίστως τους πολίτες και όχιτις κεντρικές εξουσίες. Θεωρούμε όμως ότι παρόμοιες συζητήσεις πρέπει ναγίνονται χωρίς αυτάρεσκη αλαζονεία, αλλά και χωρίς προσπάθεια επιβολής στιςαπόψεις του λεγόμενου φιλελεύθερου χώρου, ενός ιδιότυπου σιωπητηρίου ιδεών. Ησυζήτηση για την πόλη πρέπει να είναι σφαιρική να αφορά όχι μόνο την αισθητικήαλλά και τα πρόσωπα, την πορεία τους και το αναπτυξιακό μοντέλο της πόλης.Ειδικά το τελευταίο είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την πολιτική, άρα και οιπολιτικές απόψεις όλων όσων θέλουν να εκφράζουν θεσμικά την πόλη από κεντρικούςρόλους έχουν μεγάλη σημασία.
Τέλος, όλοι, ας κατανοήσουμε, ότι πρέπει να βάλουμε τις προσωπικές μαςδιαδρομές «υπό την πόλη» και να αναζητήσουμε τις συναινέσεις εκείνες που θα μαςεπιτρέψουν να δημιουργήσουμε ένα ελάχιστο πλέγμα στόχων και ενεργειών, προςόφελος αυτής. Ας δανεισθούμε μια συνταγή επιτυχίας από τον κόσμο τωνεπιχειρήσεων που λέει ότι, χωρίς φιλοδοξία, στόχους και πρόγραμμα δεν ξεκινάτίποτε, αλλά και χωρίς πολλή δουλειά δεν τελειώνει τίποτε.
Ομιλίαστην εκδήλωση της εφημερίδας Αγγελιοφόρος με θέμα: Ποια Θεσσαλονίκη θέλουμε;(03-05-2010)