Η Μικρασιατική καταστροφή, γράφει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυνθινός, «υπήρξεν η τελευταία φάσις του υπερπόντιου Ελληνισμού. Υπό τα ερείπιά της ετάφησαν αι Ιωνικαί και Ποντιακαί αποικίαι, αι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το μέγα εκπολιτιστικόν έργο του Βυζαντίου, η θαυμασία αντίστασις και το αφανές κατόρθωμα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας».
Ταυτόχρονα όμως ο προσφυγικός ελληνισμός συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η Ελλάδα -μια Βαλκανική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του 1920- να αναπτύξει εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες με τη Δύση, κρατώντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με την Ανατολή.
Πριν το 1922 οι ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας ήλεγχαν το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους, το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχαν υπό την κατοχή τους το 46% των τραπεζών. Μετά τον ξεριζωμό, αυτή η τεχνογνωσία μεταφέρθηκε ως «προίκα» στην Ελλάδα.
Το προσφυγικό στοιχείο διέθεσε στην αδύναμη ελληνική οικονομία ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση και «δυτικές» αντιλήψεις. Τα αποτελέσματα φάνηκαν από νωρίς και τη δεκαετία 1922-1932 καταγράφηκε διπλασιασμός των Ελληνικών βιομηχανικών μονάδων. Ως παραδείγματα παραθέτω την ανάπτυξη του κλάδου της ταπητουργίας ο οποίος ήταν άγνωστος πριν το 1922, την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1931, τη λειτουργία κλωστοϋφαντουργικών μονάδων καθώς και την παραγωγή αλευροβιομηχανικών προϊόντων.
Η θετική επίδραση των προσφύγων στην οικονομία της χώρας μας περιγράφεται στην έκθεση του τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρου Διομήδη, με τίτλο «Πεπραγμένα της χρήσεως του 1924». Γράφει συγκερκιμένα : «Εις όλους τους κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητος, τα απασχολούνται κεφάλαια εμφανίζουν ουσιώδη αύξησιν. Εμπόριον, βιομηχανία, γεωργία, οικοδομική εκινήθησαν ζωηρώς εις το κέντρον και τας επαρχίας, ιδιαίτερα δε εν Μακεδονία. Ο προσφυγικός κόσμος, όστις μέχρις εσχάτων ακόμη απετέλει βαρύ καθήκον, αρχίζει να μεταβάλλεται εις ενεργόν στοιχείον της παραγωγής, ωθούν ταύτην προς τα εμπρός, με ζήλον και δραστηριότητα…».
Πέρα από τη βιομηχανία, η προσφορά τους ήταν καταλυτική και στον αγροτικό τομέα. Αφενός η εγκατάσταση τους σε Μακεδονία και Θράκη θωράκισε τις παραπάνω περιοχές, αφετέρου συνέβαλε τα μέγιστα ώστε τη δεκαετία 1922-1931 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις να αυξηθούν κατά 50% και η γεωργική παραγωγή να διπλασιαστεί. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν νέες μέθοδοι παραγωγής, αναπτύχθηκαν καινούργιες καλλιέργειες, επεκτάθηκαν εκείνες του καπνού και του βαμβακιού, βελτιώθηκαν ποσοτικά η κτηνοτροφία και η πτηνοτροφία, αναπτύχθηκαν η δενδροκομία και η αλιεία.
Το επιβεβαιώνει άλλωστε αξιολόγηση της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων της εποχής, σύμφωνα με την οποία «παντού, όπου έχουν εγκατασταθεί πρόσφυγες, οι καλλιέργειες αρχίζουν να διαφοροποιούνται, να ποικίλουν». Ιδιαίτερα για τη Μακεδονία γίνεται λόγος για μια «σιωπηλή επανάσταση» όπου «η γεωργία διατέλει μέχρι πρότινος σε πρωτόγονον κατάστασιν».
Η προσφορά του προσφυγικού ελληνισμού δεν σταματά, βέβαια, στη βιομηχανία και τη γεωργία. Εκατοντάδες επιστήμονες και άνθρωποι του πνεύματος συνέβαλαν στην ανάταση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της νεότερης Ελλάδας.
Και όχι μόνο.
Η επιρροή στην καθημερινότητα ήταν διαρκής. Ποιος δεν μνημονεύει σήμερα την Πολίτικη και Σμυρναϊκή κουζίνα, ποιος λησμονεί ότι οι γυναίκες των προσφύγων έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη χειραφέτηση των υπόλοιπων Ελληνίδων με την απόφαση τους να εργαστούν προκειμένου να στηρίξουν οικονομικά τα νοικοκυριά τους;
Ο προσφυγικός ελληνισμός πρόσφερε λοιπόν στην ελληνική οικονομία την ώθηση που της έλειπε, ενώ λειτούργησε ταυτόχρονα και ως «ατμομηχανή» στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κράτους.
Όλοι εμείς τέλος, οι έλκοντες την καταγωγή από την Μικρά Ασία, οφείλουμε να περάσουμε τις αξίες μας, ορισμένες από τις οποίες είναι αυτές της υπομονής, της επιμονής και της προσπάθειας στις επόμενες γενιές, συμβάλλοντας έτσι στη πρόοδο και την ανάπτυξη της πατρίδας μας.
Δημοσίευση: Περιοδικό «Καποδίστριας» (15-08-2011)