Μετά τις εκλογές η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται, με ένταση, γύρω από τη διαπραγμάτευση της Ελληνικής Κυβέρνησης με τους πιστωτές και, έτσι, δε δίνεται σημασία σε μια άλλη πτυχή της πολιτικής, η οποία είναι εξίσου σημαντική.
Πρόκειται για την αδυναμία ή την άρνηση της Κυβέρνησης να κυβερνήσει, με αποτέλεσμα η πραγματική οικονομία να γονατίζει, όχι μόνο από την πιστωτική ασφυξία, αλλά και από την έλλειψη αποφάσεων ακόμη και για τα στοιχειώδη.
Ενδεικτικά, αναφέρω ότι στο Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ο Αναπληρωτής Υπουργός ορκίστηκε πριν τρεις εβδομάδες, ο ένας Γενικός Γραμματέας δεν έχει ακόμη αρμοδιότητες, ενώ οι άλλοι ούτε καν έχουν ορκιστεί. Τα έργα σταματούν, το ένα πίσω από το άλλο, ακόμη και τα συγχρηματοδοτούμενα, οι τεχνικές εταιρείες προχωρούν σε αιτήσεις για διάλυση των συμβάσεων, και υπηρεσίες δεν έχουν τηλέφωνο και διαδίκτυο.
Μέσα σ΄ αυτό το σκηνικό οι συνεχείς δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας για αναθεώρηση συμβάσεων και η ακύρωση προγραμματισμένων έργων και παραχωρήσεων επιτείνουν συνεχώς την κατάσταση και φέρνουν σε αδιέξοδο έναν τομέα της οικονομίας, ο οποίος την τελευταία περίοδο με την επανεκκίνηση και δημοπράτηση πολλών έργων, έδειχνε σημάδια ανάκαμψης και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Βέβαια, το ίδιο συμβαίνει και στο άλλο κύριο παραγωγικό Υπουργείο, το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του τομέα των υδρογονανθράκων, του Ελληνικού και των Σκουριών αποδεικνύουν ότι η Κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στο αποτυχημένο μοντέλο του κρατισμού και είναι δέσμια συνιστωσών, που προσεγγίζουν ορισμένα αναπτυξιακά θέματα με εμμονές «ταλιμπανισμού».
Δεν κατανοεί, λοιπόν, η Κυβέρνηση ότι πλέον η ανάπτυξη μπορεί να έρθει κυρίως από τις ξένες επενδύσεις και τις εξαγωγές, οι οποίες με τη σειρά τους θα τροφοδοτήσουν την κατανάλωση και ότι αν δεν απαγκιστρωθεί από τις ιδεοληψίες της όσο καλά και να πάει η διαπραγμάτευση, δε θα υπάρχει ιδιωτική οικονομία, για να απολαύσει τα αποτελέσματά της.
Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται μάλιστα και από την πιστωτική ασφυξία, στην οποία έχει περιέλθει ο ιδιωτικός τομέας λόγω της στάσης πληρωμών του Δημοσίου, που δυστυχώς αποτελεί στην Ελλάδα τον κύριο πελάτη του.
Πρέπει, λοιπόν, να ξεφύγει η Κυβέρνηση από την παραδοσιακή τάση της αριστεράς να διαβουλεύεται αντί να αποφασίζει και να πράττει. Επίσης, οφείλει να αφήσει την παιδική της «ασθένεια», να ανακαλύπτει παντού εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς και να πάψει να δίνει μάχες χαρακωμάτων που βλάπτουν την οικονομία.
Όσον αφορά, τέλος, στη Νέα Δημοκρατία πιστεύω ότι πέρα από τη διαπραγμάτευση οφείλει να ασχοληθεί περισσότερο με την αντιπολίτευση του «συγκεκριμένου», αξιοποιώντας καλύτερα το σχήμα των τομεαρχών, ορισμένοι από τους οποίους είναι ουσιαστικά άφαντοι.