ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Ας φοβόμαστε το χειρότερο, αλλά ας εργαζόμαστε με πίστη.
Το καλύτερο έρχεται πάντα μόνο του.»
Βίκτωρ Ουγκώ
Η δημόσια ζωή έχει προβλήματα και πολλές φορές μας απογοητεύει. Προσπαθούμε να δούμε φως στον ορίζοντα, γκρινιάζουμε, δυσανασχετούμε, οργιζόμαστε. Δεν διαφέρω. Ωστόσο, κρατώ με πείσμα τη ψυχραιμία μου, διερευνώ τα όσα κρύβονται πίσω από τις άναρθρες κραυγές, τις ανούσιες αποκαλύψεις, τη θλίψη των τηλεοπτικών ειδήσεων και προσπαθώ με κουράγιο και ελπίδα.
Έχω, άλλωστε, μια πιεστική και συγχρόνως απαιτητική δραστηριότητα στον τομέα της κατασκευής και είναι λογικό να υιοθετώ τη ρήση του Βίκτωρος Ουγκώ που παραθέτω στο προοίμιο και όχι αυτήν του Ουίνστον Τσώρτσιλ η οποία αναφέρει: «Πολιτική είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε».
Ο συνδυασμός, μάλιστα, των ιδιοτήτων του μηχανικού και του πολιτικού μου επιτρέπει να μην ταυτίζομαι ποτέ όλα αυτά τα χρόνια με όσους ασκούν κριτική, δίχως να μετρούν το αύριο, το «δια ταύτα». Αυτή, λόγω χαρακτήρα, ήταν και είναι η αγωνία μου. Να συμβάλλω μέσα από την αρθρογραφία, τις δημόσιες συζητήσεις και την πολιτική ενασχόληση στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας.
Είναι πολλά τα χρόνια. Κι η οπτική μου στα πράγματα παρέμεινε συνεπής, αταλάντευτη, είχε κανόνες και αρχές. Ιδεολογικές και πολιτικές. Ωρίμασα. Και ένιωσα χρέος μου να βάλω τάξη. Να γυρίσω ακόμα και στα πρώτα μου γραπτά, να κρατήσω την ουσία τους, τις ιδέες, τις προτάσεις, τις παρεμβάσεις, τις θέσεις, οι οποίες δεν είναι αυθαίρετες και μεταφυσικές, αλλά αναπτύχθηκαν στο στέρεο έδαφος της εμπειρίας που αποκτούσα στα εργοτάξια, στην αγορά, στις καθημερινές μου επικοινωνίες με «ομοϊδεάτες» και με «αντίθετους», μέσα στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης, στα έργα στην Ελλάδα, στις εξόδους μου στα Βαλκάνια.
Ωρίμασα και ηλικιακά. Αργά για να «ιππεύσω το καλάμι». Στην κατάλληλη ίσως ώρα για να μεταφράσω αυτό το υλικό σε δημιουργία, σε σύνθεση, σε συγκροτημένη άποψη για το «δια ταύτα». Το τολμώ και ζητώ την κρίση σας, ελπίζοντας ότι θα αντιληφθείτε το κίνητρο: όρεξη για δημιουργία και δράση, πού είναι για μένα πηγή χαράς.
Άρθρα και δημόσιες παρεμβάσεις μού έδωσαν τροφή για αυτό το βιβλίο, αφήνοντας για μια άλλη μελλοντική προσπάθεια τις απόψεις μου για τη Θεσσαλονίκη. Προσπαθώ να τα παντρέψω και γι αυτό δεν τα παραθέτω. Και προσπαθώ να το κάνω με ένα ξεκάθαρο τρόπο, να μην «ψαρέψω στα θολά» και κυρίως να μην παρασυρθώ σε «εκπτώσεις» και στο σύνηθες «όπου φυσά ο άνεμος» …
ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αντί εισαγωγής, ακολουθεί ένα άρθρο του συγγραφέα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΞ’ ΑΜΑΞΗΣ», τον Ιούνιο του 1999, με τίτλο «Εκθέσεις Βιβλίου»
Εκθέσεις Βιβλίου
Οι εκθέσεις βιβλίου είναι μια καλή ευκαιρία να βρει κανείς κάτι διαφορετικό, κάτι που θα «αγγίξει» ακόμη μια πτυχή του, ίσως την νοσταλγία που νιώθει για παλιές καλές εποχές, ίσως τις απορίες που έχει για το τι θα επακολουθήσει στο μέλλον.
Υπάρχουν βέβαια μερικοί που θέλοντας να υποτιμήσουν το λαϊκό τους χαρακτήρα έχουν, κατά καιρούς, χαρακτηρίσει τέτοιες εκθέσεις «παζάρι», αγνοώντας όμως την ιστορική σημασία τους στη διάδοση της τυπογραφίας και του βιβλίου και τον καθοριστικό ρόλο τους στην εξάπλωση νέων, αλλά όχι από καθέδρας ιδεών. Σε μια παρόμοια έκθεση άλλωστε, στη Λειψία, ο Κοπέρνικος παρουσίασε το διωκόμενο από την Καθολική Εκκλησία βιβλίο του για την κίνηση των πλανητών.
Στα «παζάρια» αυτά της γνώσης, οι συγγραφείς γνωστοί και άγνωστοι, είναι ίσοι απέναντι στο υποψήφιο κοινό, χωρίς λογοκρισία από συμφέροντα και εξουσίες. Μόνος τελικός κριτής ο αναγνώστης, παρ’ όλο που σε πολλές χώρες και διάφορες ιστορικές περιόδους το βιβλίο και η βιβλιοκτησία-βιβλιοχρησία ήταν αντικείμενο και έννοια απόλυτα συνδεδεμένη με τα ιερατεία και την κρατική εξουσία.
Στην Ελλάδα όμως η εξάπλωση της ήταν πάγκοινη, προσιτή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, σε άνδρες και γυναίκες, πριν ακόμα από την εποχή του Ομήρου. Μέσα σε μια διαδρομή 8.000 χρόνων, από τα χαράγματα στα σπήλαια του Παγγαίου, την επιγραφή των 6.000 χρόνων του Δισπηλιού της Καστοριάς ως τα περιεχόμενα της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, η αρχαιολογική σκαπάνη τις τελευταίες δεκαετίες συνέχεια φέρνει στο φως δείγματα γραφής.
Έτσι, αν σήμερα, βρισκόταν σε μια έκθεση βιβλίου ένας αρχαίος μας πρόγονος, δεν θα αισθανόταν ξένος. Οι πάγκοι της έκθεσης, θα του έφερναν στο μυαλό, τους πάγκους πώλησης στις «οδούς αντιγραφέων» των αρχαίων μητροπόλεων, όπου οι ενδιαφερόμενοι περαστικοί, ντόπιοι ή ξένοι ταξιδιώτες, έψαχναν να βρουν τα αντικείμενα των πνευματικών τους πόθων και παράλληλα να συζητήσουν με άλλους συζητητές του ονείρου της γνώσης.
Σίγουρο λοιπόν είναι πως, με την γραφή ο λογάς Έλληνας βρήκε την άγια χαρά του. Βρήκε την δυνατότητα να ταξιδεύει στον χώρο και τον χρόνο. Και οι στοχαστές της φυλής βρήκαν το εργαλείο της μετάδοσης του Ελληνικού πνεύματος στην αιωνιότητα.
Ο Πλάτων στο «Φίληβο», αναφέρει την γραφή ως «… αποτελούσα την αιωνίως ομιλούσα φωνή…», ενώ ο μεγάλος στοχαστής Μάρτιν Χάιντε, στην «Εισαγωγή στην Μεταφυσική» παρατηρεί:
«… Οι Έλληνες είχαν συλλάβει την γλώσσα σαν ον. Την είδαν οπτικά, δηλαδή όλα ξεκίνησαν από τη γραπτή γλώσσα. Η γλώσσα έλεγαν, ίσταται ως γραπτή εικόνα της λέξης». Ίσταται για τους Έλληνες σημαίνει εμφαίνεται, αποκαλύπτεται από το σκοτάδι.
Από όλους τους λαούς-χρήστες γραφής, μόνο οι Έλληνες μάζεψαν βιβλία για γενική χρήση και ενημέρωση. Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου ήταν η χαρά των Ελλήνων επιστημόνων. Όταν μάλιστα η Ελλάδα, στο απόγειο της δόξας της έφτασε στην Αίγυπτο, ένας Μακεδόνας βασιλιάς–στρατηγός, ο Πτολεμαίος, υλοποίησε το όραμα της απόλυτης γνώσης. Δημιούργησε ένα χώρο στον οποίο συγκέντρωσε, γραμμένα σε ελληνική γλώσσα για να είναι προσιτά σε όλους, τα κείμενα όλων των λαών. Από τα ελληνικά διανοήματα του Αριστοτέλη και του Ηράκλειτου, ως τη μετάφραση του ιερού βιβλίου ενός ασήμαντου από πλευράς μεγέθους ποιμενικού λαού, την Παλαιά Διαθήκη, που χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα. Σαγχωνιάθων, Νόννος, Βήροσος. Τα χρονικά όλων των λαών προσιτά στον καθένα. Ένα εκπληκτικό εγχείρημα, σε έναν τόπο όπου η γνώση θεωρούνταν αποκλειστικό προνόμιο του ιερατείου διασφαλίζοντας έτσι την εξουσία του απέναντι στον αμόρφωτο λαό.
Όνειρό του και σκοπός που πέτυχε ήταν η απόλυτη αλογόκριτη γνώση. Σχεδόν για 1000 χρόνια μέχρι το 700 μ.Χ. το βιβλίο είχε το ναό του. Τη χρονιά αυτή ο Άραβας χαλίφης Ομάρ διέταξε το κάψιμο της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, γιατί σύμφωνα με την Μωαμεθανική του πίστη «ό,τι περιείχαν τα βιβλία της, ή το έγραφε το Κοράνι και άρα ήταν άχρηστα, ή δεν το έγραφε και άρα ήταν περιττά». Τότε η συσσωρευμένη γνώση θέρμαινε για έξη μήνες τα λουτρά της μεγαλύτερης πόλης της εποχής της, με 600.000 κατοίκους.
Περιδιαβαίνοντας λοιπόν σε αυτό το πανηγύρι της τυπωμένης γνώσης έρχεται αυτόματα στο νου η ευχή, το «Φαρενάιτ 450» να μη γίνει ποτέ πραγματικότητα. Διότι όπως είπε ένας μεγάλος διανοητής της εποχής:
«Δεν υπάρχει κακό βιβλίο, υπάρχουν κακοί χρήστες και η προσφυγή στην όποια γνώση είναι αναφαίρετο δικαίωμα επιλογής κάθε ανθρώπου».
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Να γνωρίζει το σωστό και να είναι σε θέση να το εξηγεί. Να είναι φιλοπάτρις. Να είναι αδιάφθορος».
Περικλής (495-429 π.Χ.)
(Θουκυδίδου, Ιστορίας β’ 59-60)
«Ούτε μαχαίρι στο παιδί ούτε στον αμαθή εξουσία»
Πλούταρχος (45 μ.Χ.–120 μ.Χ.)
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Οι Έλληνες βιώνουμε σήμερα ως κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, μια πολύ δύσκολη κατάσταση, την οποία χρεώνουμε σε μεγάλο βαθμό στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς.
Για να μπορέσουμε όμως να ανιχνεύσουμε τα αίτια αυτής της πραγματικότητος και να καταθέσουμε τις προτάσεις μας για την έξοδο από την κρίση, οφείλουμε πρώτα να δώσουμε τον ορισμό της πολιτικής και να αναζητήσουμε τις βασικές αρχές άσκησής της καθώς και τα κίνητρα, τις ανθρώπινες ιδιότητες και τις ικανότητες που απαιτεί. Θα ομοιάζουμε έτσι με ερευνητές διατροφικών ουσιών, που στην προσπάθειά μας να θεραπεύσουμε τις γευστικές και ποσοτικές ακρότητες του σύγχρονου τρόπου ζωής, ξαναγυρίζουμε στο χωριό για να βρούμε αγνά υλικά και συνταγές.
Ως βασικές πηγές γνώσης για μία τέτοια «επιστροφή στα βασικά» («back to the basics» κατά την αμερικανική μεθοδολογία ανάλυσης), χρησιμοποιούμε τις σκέψεις του Γερμανού πολιτικού επιστήμονα και φιλοσόφου των αρχών του περασμένου αιώνα Max Weber και του πρώην Υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Κίσινγκερ, οι οποίοι φιλοτέχνησαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, την εικόνα του «τέλειου» πολιτικού και ηγέτη. Ο πρώτος έζησε σε πολύ παλαιότερη εποχή και παρουσιάζει μια αριστοκρατική άποψη για την πολιτική, ενώ ο δεύτερος πολύ πιο σύγχρονος, την προσεγγίζει λιγότερο ιδεαλιστικά και προβάλλει με πολύ ρεαλιστικό τρόπο το απαραίτητο προφίλ του ηγέτη πολιτικού.
Επικεντρωνόμαστε, βέβαια, στους ηγέτες πολιτικούς, διότι θεωρούμε ότι εκείνοι καθορίζουν τη γνώμη της κοινωνίας για την πολιτική, ενώ οι έχοντες μικρότερη ακτινοβολία, απλά αποτελούν το όχημα των ηγετών για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας.
Για να είμαστε, τέλος, αντικειμενικοί με τους σύγχρονους, προβάλλουμε με τη βοήθεια κυρίως των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τη διαχρονική απαξίωση του «επαγγέλματος» του πολιτικού, την προερχόμενη από τη φύση της δύσκολης αποστολής τους που πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Τι είναι πολιτική;
Στο ερώτημα τι είναι πολιτική έχουν δοθεί κατά καιρούς πάρα πολλές απαντήσεις με πρωτότυπο η κοινότοπο περιεχόμενο.
Ο πρώην Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν έχει μιλήσει για διαχείριση των συμβόλων, ενώ έχουμε ακούσει και ορισμούς παραπέμποντες σε διαχείριση προσωπικών φιλοδοξιών ή σε συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Ο προσεγγίζων όμως, με μεγαλύτερη επάρκεια και περισσότερο αντικειμενικά την πολιτική ορισμός, έχει δοθεί από τον Max Weber.
Πολιτική κατά τον Weber, όπως περιγράφεται στην πραγματεία του «Η πολιτική ως επάγγελμα» (Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήσης, 1992), είναι η προσπάθεια του ατόμου να μετάσχει στη νομή της εξουσίας, αποκτώντας τον έλεγχο του κράτους, το οποίο από τη φύση του έχει το δικαίωμα της νόμιμης βίας.
Ο πολιτικός, λοιπόν, επιδιώκει μέσω του κράτους, την απόκτηση δύναμης, την οποία θέλει να χρησιμοποιήσει, είτε στην υπηρεσία κάποιων ιδανικών, είτε στη συνδυαζομένη μαζί της απόλαυση του γοήτρου και της δόξης.
Έτσι η δύναμη, χωρίς από τη φύση της να είναι έννοια με κακό περιεχόμενο, καταλήγει να χρησιμοποιείται με τρόπο ικανό να οδηγήσει σε εξαιρετικού ήθους ή σε καταστρεπτικά αποτελέσματα, ανάλογα με την ποιότητα του χαρακτήρα και την ηθική των επιδιώξεων του ατόμου.
Αποφασιστικής σημασίας ιδιότητες του πολιτικού
Δίνοντας μεγάλη έμφαση ο Max Weber στην ποιότητα του χαρακτήρα του ατόμου και στην ηθική των επιδιώξεών του, λογικό είναι να θεωρεί ως αποφασιστικής σημασίας ιδιότητες ενός πολιτικού, το πάθος, το αίσθημα ευθύνης και την αίσθηση του μέτρου και συμπληρωματικά και σαν απόρροια των προηγουμένων την έλλειψη ματαιοδοξίας.
Ως πάθος χαρακτηρίζουμε εδώ τη γνήσια και παράφορη ανθρώπινη αφοσίωση σε μια υπόθεση, η οποία για τον πολιτικό μπορεί να αφορά εθνικούς, ανθρωπιστικούς, κοινωνικούς, ηθικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς σκοπούς ή μπορεί να βασίζεται στην επιθυμία για εξυπηρέτηση ορισμένων, σχετικών με την καθημερινότητα στόχων.
Χωρίς, λοιπόν, την ύπαρξη κάποιας υπόθεσης και μιας ακολουθούμενης πίστης, ο πολιτικός δεν μπορεί να αφήσει έργο ενώ επισκιάζονται σχετικά εύκολα ακόμα και οι μεγαλύτερες πολιτικές του επιτυχίες.
Για να βρίσκεται όμως στην αναγκαία απόσταση από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, χωρίς τον κίνδυνο να εκμηδενίζεται η απόσταση αυτή από το πάθος, απαιτείται ο πολιτικός να έχει ως αστέρα της δράσης του την ευθύνη για την υπόθεση, σε συνδυασμό με μια αίσθηση του μέτρου και με μια ικανότητα να διατηρεί την εσωτερική του συγκέντρωση και ηρεμία, όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια δύστροπη πραγματικότητα.
Βέβαια, το σφοδρό πάθος και η ψυχρή αίσθηση του μέτρου είναι πολύ δύσκολο να σφυρηλατηθούν ταυτόχρονα σε μια ψυχή. Η αφιέρωση όμως στην πολιτική, εάν δεν πρόκειται να είναι ένα κούφιο διανοητικά, παιχνίδι, αλλά μια γνήσια ανθρώπινη πράξη, μπορεί να αναπτυχθεί μόνο από το πάθος. Την ίδια στιγμή, η αίσθηση του μέτρου χειραγωγεί την ψυχή και διαφοροποιεί τον παθιασμένο πολιτικό από τον ερασιτέχνη με την στείρα έξαρση.
Ερχόμενοι τώρα στη ματαιοδοξία, πρέπει να τονίσουμε ότι ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα είναι πλήρως απαλλαγμένοι από αυτή. Στον πολιτικό όμως έχει σημαντική επίδραση διότι ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, στην προσπάθεια για την απόκτηση δύναμης, να θυσιάσει τον αρχικό σκοπό του, που πρέπει να είναι η υπηρέτηση του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος και να διολισθήσει σε μια κατάσταση με χαρακτηριστικά προσωπικής μέθης. Ως αποτέλεσμα έρχεται μετά η μείωση της αντικειμενικότητος και του αισθήματος ευθύνης. Ο πολιτικός μπαίνει στον πειρασμό να αγωνίζεται για την εξωτερική λάμψη της δύναμης, την οποία χαίρεται χωρίς ουσιαστικό σκοπό και παρά την τυχόν επίτευξη μεγάλων πολιτικών στόχων, δεν κατορθώνει να πραγματοποιήσει ουσιαστικό έργο.
Ο πολιτικός, τέλος, κατά τον Weber, οφείλει όχι μόνο να είναι ηγέτης, αλλά και ήρωας, με την ακριβή έννοια της λέξης και να πασχίζει να πραγματοποιήσει το ανέφικτο, γνωρίζοντας ότι μόνο έτσι θα πραγματοποιήσει το εφικτό.
Κρίσιμες δυνατότητες πολιτικών
Ο Κίσινγκερ, έχοντας ασκήσει ο ίδιος επί μακρόν πολιτική σε υψηλό επίπεδο, είναι περισσότερο πρακτικός στην προσέγγισή του συμπληρώνοντας την ιδεαλιστική άποψη περί πολιτικών του φιλοσόφου Weber.
Ο ιδανικός πολιτικός, κατά τον Κίσινγκερ, («Διπλωματία» εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, 1995), πρέπει να είναι και παιδαγωγός και να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στο μέλλον του λαού και την εμπειρία του. Ένας ηγέτης που περιορίζει το ρόλο του στην εμπειρία του λαού, καταδικάζεται σε στασιμότητα, ενώ όταν ξεπερνά τα όρια αυτής της εμπειρίας διατρέχει τον κίνδυνο να μην γίνεται κατανοητός.
Ο λαός μακροπρόθεσμα δεν σέβεται όσους ηγέτες καθρεφτίζουν τις δικές του ανασφάλειες ή βλέπουν μόνο τα συμπτώματα των κρίσεων και όχι τις μακροχρόνιες τάσεις. Ο ρόλος του ηγέτη είναι να πάρει επάνω του το βάρος της δράσης, με εμπιστοσύνη στη δική του εκτίμηση για την πορεία των πραγμάτων και τη δυνατότητα επηρεασμού τους.
Κριτήριο της ικανότητος ενός πολιτικού είναι η δυνατότητα, υπολογίζοντας σωστά το συσχετισμό δυνάμεων, να διακρίνει μέσα από τη δίνη των αποφάσεων τακτικής, τα πραγματικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα του τόπου του και να σχεδιάσει την κατάλληλη στρατηγική για να τα υπηρετήσει.
Είναι στη φύση των ηγετών να διπλασιάζουν τις προσπάθειές τους και να μην τις εγκαταλείπουν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μία δύστροπη πραγματικότητα.
Όλοι οι μεγάλοι ηγέτες βαδίζουν μόνοι διότι διαθέτουν την ικανότητα να διακρίνουν, μη ορατές από τους σύγχρονούς τους, προκλήσεις.
Επειδή γνωρίζουν ότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος μια πραγματιστική πολιτική να αποσυντεθεί λόγω τακτικών κινήσεων και ότι δεν μπορεί να γίνονται συνέχεια ενέργειες σύμφωνα με τις διαθέσεις της στιγμής και άσχετες από οποιαδήποτε σφαιρική στρατηγική, οι μεγάλοι πολιτικοί βασίζονται πάντα σε ορισμένες πάγιες αρχές.
Ευθύνη των πολιτικών είναι η λύση των προβλημάτων και όχι η ενατένισή τους και όσοι ηγέτες δεν μπορούν να διαλέξουν μία από τις εναλλακτικές λύσεις, η περίσκεψή τους αποτελεί άλλοθι για την απραξία.
Τέλος, η πραγματικότητα και όχι η δημοσιότητα καθορίζει αν ένας πολιτικός έχει κάνει κάτι διαφορετικό και τελούν σε σύγχυση όσοι πολιτικοί υποκαθιστούν την έλλειψη προσανατολισμού με ελιγμούς δημοσίων σχέσεων.
Διαχρονική η απομυθοποίηση της πολιτικής
Επειδή η πολιτική έχει σχέση με την εξουσία και τις ανθρώπινες ικανότητες και επειδή οι πολιτικοί ιστορικά έδιναν πάντα αφορμές, είναι λογικό να αμφισβητούνται και να κρίνονται αυστηρά σε όλες τις ιστορικές περιόδους.
Προεξάρχοντες στην κριτική των πολιτικών ήταν πάντα οι Έλληνες αρχαίοι φιλόσοφοι.
Έτσι, ο Ισοκράτης έλεγε: «Οι χειρότεροι εξουσιάζουν τους καλύτερους και οι πιο κουτοί τους μυαλωμένους», ενώ ο Δημόκριτος συμπλήρωνε: «Χαλεπόν άρχεσθαι από χείρονος».
Ο Πλάτων επίσης σημειώνει πως «Η απόλαυση της εξουσίας είναι η ηδονικότερη των ηδονών και όποιος την ασκεί ρέπει προς την αυθαιρεσία και τη διαφθορά».
Στο ίδιο μήκος κύματος ευρίσκεται και ο Δημοσθένης λέγοντας: «Κρίνω και αποφασίζω χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να προσδοκώ οικονομικό όφελος. Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι κέρδισα κάτι από τους λόγους και τις πράξεις μου στην πολιτική μου ζωή», αλλά και ο Πλούταρχος με κοφτό τρόπο αναφέρει: «Ούτε μαχαίρι στο παιδί, ούτε στον αμαθή εξουσία».
Το γενικότερο κλίμα επιβεβαιώνει και ο Καίσαρας στον Μάρκο Αντώνιο, εξομολογούμενος πως θέλει κοντά του ανθρώπους αναίσθητους που να κοιμούνται ήσυχα τη νύχτα και όχι ανθρώπους σαν τον Κάσσιο ο οποίος σκέφτεται πολύ και όλο διαβάζει και είναι επικίνδυνος.
Από τους πιο σύγχρονους, ιδιαίτερα αιχμηροί είναι οι Ανατόλ Φρανς και Μπερνάρ Σω.
Ο πρώτος εκδηλώνει την απέχθειά του για την πολιτική δηλώνοντας πως δεν είναι τόσο ατάλαντος για να ασχοληθεί με αυτή και ο δεύτερος σημειώνοντας: «Είναι ηλίθιος και νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Αυτό σημαίνει ότι είναι κατάλληλος για πολιτική σταδιοδρομία».
Τέλος, ιδιαίτερα αιχμηρός είναι ο Στήβενσον που λέει πως το επάγγελμα του πολιτικού είναι το μόνο που δεν χρειάζεται προπαρασκευή.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ
Μετά τη δημιουργία στο προηγούμενο κεφάλαιο ενός ιδεατού περιγράμματος για τους πολιτικούς και την πολιτική σε ένα γενικό και περισσότερο φιλοσοφικό επίπεδο, ερχόμαστε τώρα στη σημερινή Ελλάδα όπου το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015 κυριαρχούν πλήρως, προκαλώντας οδυνηρές συνέπειες σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ενώ παράλληλα, εξαντλούνται και όσα υπολείμματα αξιοπιστίας διαθέτει ακόμη απέναντι στους πολίτες το πολιτικό σύστημα.
Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη πέρα από την υιοθέτηση διαρθρωτικών και οικονομικών μέτρων, να δρομολογηθούν μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης, σημαντικές πολιτικές αλλαγές.. Παράλληλα, απαιτείται από τα κόμματα η αναζήτηση ενός διαφορετικού τρόπου επιλογής πολιτικών προσώπων, οι ικανότητες και η ποιότητα του χαρακτήρα των οποίων επηρεάζουν όλες τις πολιτικές ενέργειες. Θεωρούμε όμως ότι για να έχει επιτυχία η προσπάθεια αυτή πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ουσία έναντι της επικοινωνίας και να ενεργοποιηθούν πολιτικά οι άξιοι έναντι των «κολλητών και των φίλων». Έτσι, θα επιτευχθεί η αναβάθμιση της λειτουργίας των κομμάτων και της βουλευτικής ιδιότητος, μια αναβάθμιση η οποία δεν είναι δυνατόν να μην αγγίξει το συνδικαλισμό, τη γυναικεία συμμετοχή και τις κομματικές νεολαίες, ενώ είναι απαραίτητο να αντιστοιχηθεί η κομματική λειτουργία με την κοινωνική δυναμική. Οι νέοι καιροί απαιτούν νέους ρόλους.
Όσο για την κριτική μας στους ηγέτες της Μεταπολίτευσης, ο υποψιασμένος αναγνώστης, ανατρέχοντας στο προηγούμενο και στο παρόν κεφάλαιο, μπορεί να βρει τα στοιχεία εκείνα που τους φωτογραφίζουν όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά, είτε θετικά είτε αρνητικά και δεν θεωρούμε απαραίτητο να προχωρήσουμε σε ονοματολογία, η οποία θα επικαλύψει την ουσία, χάριν του εντυπωσιασμού.
Μεταπολιτευτικό μοντέλο
Κεντρικός πυρήνας του μεταπολιτευτικού πολιτικού οικοδομήματος αποτελεί η αρχή ότι όταν το κόμμα κερδίζει τις εκλογές και γίνεται Κυβέρνηση, δανείζεται ως κράτος, σπαταλά ανεξέλεγκτα και αφού πλουτίσουν ορισμένα στελέχη του, μοιράζει τμήμα των δανεικών με πελατειακή νοοτροπία, δημιουργώντας οπαδούς, τους οποίους χρησιμοποιεί έπειτα για να διατηρηθεί στην εξουσία, έχοντας ως κυρίαρχη αντίληψη την άποψη ότι η διακυβέρνηση αποτελεί διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Η αυτόματα δημιουργούμενη έτσι εξάρτηση πολιτικών-πολιτών, δεν δικαιολογεί απόψεις που συμψηφίζουν τις ευθύνες («μαζί τα φάγαμε»), διότι άλλες είναι οι ευθύνες του εμπόρου ναρκωτικών και άλλες του εξαρτημένου, που ως παραλληλισμός αναπαριστά γλαφυρά αυτή τη σχέση.
Παράλληλα, οι απόπειρες μεταρρυθμίσεων και η κατασκευή ορισμένων έργων υποδομής, εξωραΐζουν απλώς την πραγματικότητα, ενώ αργά αλλά σταθερά, η έλλειψη ανταγωνιστικότητος στην οικονομία και η σπάταλη διαχείριση δημιουργούν ένα ασφυκτικό δημόσιο έλλειμμα και χρέος, ικανό να εξαφανίσει τα όποια βήματα προόδου γίνονται κατά καιρούς.
Ως όπλα το σύστημα χρησιμοποιεί έναν ξεπερασμένο νόμο περί ευθύνης υπουργών που δεν εξισώνει στην απονομή δικαιοσύνης τον πολιτικό με τον πολίτη και ένα αναποτελεσματικό και κατ’ επίφαση πόθεν έσχες, ουσιαστικά μόνο για τους πολιτικούς και όχι για όλους τους δημόσιους λειτουργούς.
Το πρόβλημα επιτείνει η ύπαρξη μεγάλων εκλογικών περιφερειών, οι οποίες απαιτούν από τον πολιτικό να βρει ή να διαθέτει πολλούς πόρους σε συνδυασμό μάλιστα με την ανυπαρξία ενός σύγχρονου πλαισίου για την ιδιωτική χρηματοδότηση κομμάτων και πολιτικών.
Για την ενδυνάμωση της επιρροής του το σύστημα χρησιμοποιεί επίσης χρίσματα, με τη μορφή «στηρίξεων» για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και δεν έχει ακόμη θεσπίσει ασυμβίβαστο μεταξύ εκλογής σε τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση και κατοχή κομματικής θέσης.
Η ευθύνη για όλη αυτή την κατάσταση βαρύνει κυρίως τα κόμματα εξουσίας, πολύ περισσότερο, βέβαια, το ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησε για πολλά χρόνια, αλλά και τα μικρότερα τα οποία ενεργώντας με αγκυλώσεις και συντεχνιακή λογική και πολεμώντας λυσσαλέα κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν είναι άμοιρα ευθυνών.
Εκτός από τα κόμματα, βασικοί πυλώνες του συστήματος αποτελούν και δημόσια πρόσωπα με θεσμικό ρόλο, τα οποία χωρίς να κατανοούν τις ευθύνες που απορρέουν από τη θέση τους, διατρέχουν με τις ενέργειές τους τον κίνδυνο να ξεπερασθούν από τα γεγονότα και να καταντήσουν αστείες φιγούρες ενός πολιτικού θεάτρου σκιών. Με τα καλοραμμένα κοστούμια τους μπορεί σε λίγο καιρό να κόβουν τις αποδείξεις της δικής τους ανεπάρκειας, ενώ θα εμπεδώνεται στους πολίτες η απαξιωτική εικόνα για όλο το πολιτικό σύστημα.
Η Νέα Μεταπολίτευση – Από τα λόγια στη δράση
Αυτόματα, λοιπόν, προκύπτει η ανάγκη για αλλαγές, με στόχο τη δημιουργία ενός νέου τρόπου διακυβέρνησης και την ταυτόχρονη μετατροπή του όρου Νέα Μεταπολίτευση από μια πρωτότυπη και ελκυστική θεωρία σε ένα σύνολο δεδομένων, ικανού να διαχειρισθεί τις καθημερινές προκλήσεις προς όφελος των πολιτών.
Οι αλλαγές θα δρομολογηθούν είτε υπό την πίεση της κοινωνικής βάσης των κομμάτων και τους ανένταχτους πολίτες που μαζί λαμβάνουν σε πρώτο χρόνο τα μηνύματα των καιρών, είτε από την κορυφή με πρωτοβουλίες των κομματικών ηγεσιών.
Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει η πιθανότητα της πλήρους ανατροπής του πολιτικού σκηνικού και της ανάδειξης νέων δυνάμεων, εξέλιξη μη αποτελούσα κατ’ ανάγκη πρόοδο, αλλά έχουσα αντίθετα πολλές πιθανότητες να αποτελέσει και οπισθοδρόμηση. Να μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι όπως θα έλεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης σήμερα «οι καιροί είναι γκαστρωμένοι» και είναι υπαρκτός ο κίνδυνος τμήμα των πολιτών, οδηγούμενο από την ανάγκη αναζήτησης καταφυγίου ελπίδος, να πέσει στην παγίδα οποιουδήποτε λαϊκισμού, αν και θεωρούμε ότι η κρίση έχει ωριμάσει τους περισσότερους από εμάς και δεν είναι εύκολο να υποκύψουμε στις σειρήνες του.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι κομματικές ηγεσίες έχουν τη δυνατότητα μεθοδευμένα να προχωρήσουν στην αναγέννηση των κομμάτων, να δημιουργήσουν νέες δομές, αλλά και να αναδείξουν νέο πολιτικό προσωπικό ικανό να ανταποκριθεί στις επικρατούσες σήμερα συνθήκες.
Τόλμη χρειάζεται και να θυμόμαστε τη φράση του Έμερσον που αναφέρει ότι «χωρίς φιλοδοξία δεν ξεκινά τίποτε, χωρίς δουλειά δεν τελειώνει τίποτε».
Οι πολίτες από την άλλη πλευρά, έχοντας υπηρετήσει και εμείς το πολιτικό σύστημα, είτε ως «πελάτες» είτε ως μέλη, ας αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες, αναλογιζόμενοι ταυτόχρονα ότι ο ελληνισμός έχει προχωρήσει μέσα στους αιώνες στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις και εμπνεόμενος από τους οραματισμούς μεγάλων πολιτικών και τις πράξεις κάποιων «μικροτέρου διαμετρήματος», με μεγάλη όμως αφοσίωση στο καθήκον.
Προτάσεις – Κατευθύνσεις ΝΔ για Συνταγματική Αλλαγή
Η Νέα Δημοκρατία, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη για συνταγματική αλλαγή, προχώρησε στην υποβολή των παρακάτω συγκεκριμένων προτάσεων:
Εκλογή και ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Θέσπιση χρονικών ορίων ως προς τη θητεία του Πρωθυπουργού.
Θέσπιση χρονικών ορίων ως προς τις θητείες των Περιφερειαρχών, των Δημάρχων και των Συνδικαλιστών.
Ασυμβίβαστο του αξιώματος του Υπουργού με εκείνο του Βουλευτή.
Επανεξέταση του αριθμού των Βουλευτών και των Βουλευτών Επικρατείας.
Αναθεώρηση της διάταξης για την αποσβεστική προθεσμία ως προς την ποινική ευθύνη των Υπουργών και ιδίως την κατάργησή της όπως ισχύει σήμερα.
Αναθεώρηση της διάταξης για την ασυλία των Βουλευτών, ώστε να περιορισθεί αποκλειστικά στα όρια της άσκησης των κοινοβουλευτικών καθηκόντων τους.
Συνταγματική πρόβλεψη για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών προσώπων και για την ανάθεση του ελέγχου του σε ειδικό σώμα, αποτελούμενο αποκλειστικά από ανώτατους λειτουργούς των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων της Χώρας (πρόταση ΝΔ).
Ουσιαστικός εκδημοκρατισμός των Πολιτικών Κομμάτων και εγγυήσεις διαφάνειας στα οικονομικά τους.
Κατάργηση των βουλευτικών προνομίων που δεν έχουν σχέση με τα καθήκοντα του Βουλευτή.
Καθιέρωση σταθερού εκλογικού συστήματος με την πρόβλεψη ότι η αλλαγή του απαιτεί πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής.
Ισχυροποίηση των εγγυήσεων για εξάντληση της διάρκειας της κοινοβουλευτικής περιόδου.
Ενίσχυση του ρόλου των Βουλευτών τόσο σε νομοθετικό όσο και σε ελεγκτικό επίπεδο.
Συνταγματική κατοχύρωση της ακρόασης κοινωνικών φορέων κατά την εξέλιξη της νομοθετικής διαδικασίας.
Θεσμοθέτηση συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος και αντίστοιχου οργανογράμματος με απόφαση των 3/5 της Βουλής. Επίσης θεσμοθέτηση δύο Μόνιμων Υπηρεσιακών Υφυπουργών, Εξωτερικών και επί του Προϋπολογισμού, με 5ετή θητεία και εκλογή τους από τα 3/5 της Βουλής.
Παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου μόνον με τυπικό νόμο.
Υποχρέωση σύνταξης μελέτης σκοπιμότητας για τα μεγάλα δημόσια έργα και προμήθειες του Δημοσίου, εκτός εκείνων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Κατάργηση του θεσμού των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων και της αντίστοιχης αναβάθμισης του ρόλου των Γενικών Διευθυντών.
Ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ίδρυση ειδικού τμήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την γρήγορη εκδίκαση υποθέσεων μεγάλων δημόσιων συμβάσεων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Οριοθέτηση της εν γένει δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των δημόσιων συμβάσεων, ώστε να μη συγκρούεται με εκείνη του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Αναθεώρηση του άρθρου 90, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και του περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας της Εκτελεστικής Εξουσίας ως προς την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Αναθεώρηση του άρθρου 16, για την ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Εξορθολογισμός των διατάξεων για τα Μ.Μ.Ε. προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της διαφάνειας και της αντικειμενικότητάς τους.
Αναθεώρηση των περί δημοψηφισμάτων διατάξεων, για την πρόβλεψη διενέργειας δημοψηφίσματος και με λαϊκή πρωτοβουλία.
Αναμόρφωση της οικονομικής θεματικής του Συντάγματος και σύνδεσης της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας με την οικονομική ανάπτυξη και την εξασφάλιση ανάλογης ωφέλειας για το κοινωνικό σύνολο.
Πρόβλεψη για την υποχρέωση κατάθεσης ετήσιου αναλυτικού απολογισμού από όλους τους φορείς που χρηματοδοτούνται από το κρατικό προϋπολογισμό.
Αναθεώρηση του άρθρου 17, προς την κατεύθυνση της πιο αποτελεσματικής προστασίας του πυρήνα του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Αναθεώρηση του άρθρου 24 (και του άρθρου 117 παρ. 3 και 4) προς την κατεύθυνση της πληρέστερης προστασίας του περιβάλλοντος αλλά και της αντιμετώπισης ακραίων καταστάσεων σε βάρος όχι μόνο της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά και της περιουσίας του Δημοσίου.
Ρητή πρόβλεψη για την προστασία της εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής γλώσσας.
Εξορθολογισμός της οργάνωσης και λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών.
Η σχέση επικοινωνίας και ουσίας στην πολιτική
Πιστεύουμε ότι η πολιτική δραστηριότητα έχει νόημα μόνο όταν συνδυάζεται με έκφραση απόψεων και θέσεων και όχι όταν καταναλώνεται σε μια δημόσια περιφορά προσώπων με μοναδικό σκοπό την υπερπροβολή και τη δημιουργία ανούσιων εντυπώσεων.
Ταυτόχρονα, τα πρόσωπα πρέπει να κρίνονται πολιτικά με βάση αφενός αυτές τις απόψεις και θέσεις και αφετέρου την αποτελεσματικότητα και τις συνοδεύουσες τη δράση τους ηθικές αρχές.
Πολύ χρήσιμο, βέβαια, προσόν αποτελεί η δυνατότητα επικοινωνίας της δραστηριότητος των ιδίων, αλλά και των κομμάτων στα οποία ανήκουν. Εδώ όμως βρίσκεται και ο πυρήνας του προβλήματος στη σχέση επικοινωνίας και πολιτικής, ενός προβλήματος συνισταμένου στο φαινόμενο να παρουσιάζονται συχνά οι πολιτικοί ως συσκευασίες χωρίς περιεχόμενο, με ολέθρια στο τέλος αποτελέσματα, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά κυρίως για την πολιτική, η οποία καταλήγει να χαλιναγωγείται από την επικοινωνία.
Η υποταγή στην επικοινωνία απαιτεί ωραία εμφάνιση με δυνατότητα να «γράφει» στον τηλεοπτικό φακό και τα life style περιοδικά και έναν χωρίς γωνίες και επιτηδευμένο ως προς την εκφορά, πολιτικό λόγο, γεμάτο με έννοιες του συρμού, επικαλύπτουσες την απουσία θέσεων, προτάσεων, ικανότητος και ουσίας.
Πέρα όμως από την ισοπεδωτικά διεξαγόμενη, κυρίως μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, επικοινωνία του πολιτικού με τους πολίτες, υπάρχει και η πραγματοποιούμενη μέσα από τις καθημερινές του επαφές, όπου συναντούμε επίσης πολλές φορές επικάλυψη της ουσίας και επικράτηση ενός τύπου πολιτικού, συνοδοιπόρου του ψηφοφόρου στις χαρές και τις λύπες. Είναι ο πολιτικός ο φαινομενικά φτιαγμένος από τα ίδια με τους πολίτες υλικά. Είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο φίλος, ο συμπαραστάτης, ο οποίος όμως αντί να χρησιμοποιεί την ελκυστικότητά του ως γέφυρα επικοινωνίας για να ανιχνεύει καλύτερα τις προσδοκίες των πολιτών, ουσιαστικά τους κοροϊδεύει με μικροεξυπηρετήσεις και φιλικά κτυπήματα στην πλάτη, χωρίς να ενεργεί με τρόπο ικανό να βελτιώσει το βιοτικό τους επίπεδο.
Πολιτικοί και τεχνοκράτες
Για να βελτιωθεί όμως το βιοτικό επίπεδο, ειδικά όσων δεν έχουν πρόσβαση στα διαμορφούμενα σε μία ελεύθερη κοινωνία συστήματα εξουσίας, οι πολιτικοί πρέπει να διαθέτουν αποτελεσματικότητα στην παραγωγή έργου, τεχνοκρατική επάρκεια αλλά και πολιτική εμπειρία, ιδιότητες, καθόλου σε αφθονία σήμερα, με την ευθύνη να βαρύνει κυρίως τις κομματικές ηγεσίες.
Οι τελευταίες, για λόγους κομματικών ισορροπιών, πολιτικών συμβιβασμών και εξωθεσμικών πιέσεων, επιλέγουν πολλές φορές για τη στελέχωση κυβερνητικών θέσεων, ανθρώπους χωρίς τα απαιτούμενα διοικητικά προσόντα. Χωρίς να ενδιαφέρονται να δώσουν λύσεις, να κάνουν μεταρρυθμίσεις και γενικά να προχωρήσουν γρήγορα στην υλοποίηση του κυβερνητικού έργου, τα στελέχη αυτά αφήνουν τα προβλήματα να χρονίζουν και να επανέρχονται, ενώ ο λογαριασμός από τους πολίτες έρχεται και αυτός στις επόμενες εκλογές, με μοιραίο μάλιστα τρόπο.
Βέβαια, τα ίδια προβλήματα ανακύπτουν όταν διορίζονται σε θέσεις τεχνοκράτες, οι οποίοι πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται ότι πίσω από τους αριθμούς βρίσκονται άνθρωποι και γενιές ολόκληρες, θέτοντας ως μοναδικό στόχο την παραγωγή καλών αποτελεσμάτων στους ισολογισμούς των δημοσίων επιχειρήσεων. Έτσι λοιπόν, χωρίς δυνατότητα πολιτικής προσέγγισης των θεμάτων, δεν φροντίζουν να δημιουργούν εκ των προτέρων τις κατάλληλες συνθήκες για να ενεργήσουν σε ένα πρόσφορο και χωρίς μεγάλες κοινωνικές εντάσεις έδαφος,
Παρόμοια κατηγορία προβλημάτων δημιουργείται και όταν, αντί να χρησιμοποιηθούν ως σύμβουλοι, αναλαμβάνουν θέσεις μεγάλης πολιτικής ευθύνης επιστήμονες με υψηλό κύρος και γνώση των ειδικών θεμάτων, χωρίς όμως να διαθέτουν τις απαραίτητες διοικητικές ικανότητες, οι οποίες ειδικά σε περίοδο κρίσεως θα τους επιτρέψουν να «συνδυάσουν τα ασυνδύαστα» για να φέρουν αποτελέσματα, σε επαφή μάλιστα με όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να τονίσουμε, ότι ο απαιτούμενος συνδυασμός ιδιοτήτων, δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεθεί. Σίγουρα όμως δεν πρόκειται να βρεθεί, όσο οι κομματικές ηγεσίες κάνουν επιλογές για τα ψηφοδέλτιά τους, έχοντας μοναδικό κατά νου κριτήριο, τη δυνατότητα προσέλκυσης ψήφων, προτιμώντας τις λεγόμενες «λαμπερές» υποψηφιότητες ή επιλέγοντας ανθρώπους με, «κληρονομιά ψήφων». Δεν θα διαφωνήσουμε, βέβαια, ότι σε ένα βαθμό κάτι ανάλογο είναι απαραίτητο, διότι δεν πρόκειται να κυβερνήσουν αν δεν κερδίσουν τις εκλογές. Η δοσολογία όμως είναι αυτή που τρομάζει και οι περί του αντιθέτου απόψεις δεν πείθουν, διότι ακόμη και όταν είναι απολύτως σίγουρο ότι θα κερδίσουν τις εκλογές (ΝΔ το 2004, ΠΑΣΟΚ το 1996), συγκροτούν τα ψηφοδέλτια με το γνωστό και παραδοσιακό τρόπο. Το επιχείρημα επίσης, ότι τελικά τέτοια πρόσωπα επιλέγει ο λαός, ακυρώνει στην ουσία την έννοια της ηγεσίας στην πολιτική που θέλει τους ηγέτες να βρίσκονται μπροστά από το λαό όχι όμως σε μεγάλη απόσταση ώστε να μπορούν να αφουγκράζονται τα οράματα και τις αγωνίες του.
Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής, ότι οι κομματικές ηγεσίες κινούμενες με τον παραδοσιακό τρόπο, διαστρεβλώνουν και την έννοια της δημοκρατίας, διότι γνωρίζοντας τις περιορισμένες δυνατότητες άσκησης διοίκησης από αρκετούς εκλεγμένους, κυβερνούν με άλλους διορισμένους. Εκεί, λοιπόν, αρχίζει η επόμενη, διαμάχη, την οποία βλέπουμε κάποιες φορές να διαδραματίζεται και στα τηλεπαράθυρα, με τους πρώτους να στρέφονται εναντίον των διορισμένων, ενώ οι τελευταίοι, κυβερνώντες στην ουσία, λογοδοτούν μόνον σε όσους τους διόρισαν.
Λύση θα αποτελούσε η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή στα ψηφοδέλτια ανθρώπων με αποδεδειγμένη πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια και δυνατότητα να επικοινωνήσουν τα αποτελέσματα του έργου τους στο εκλογικό σώμα. Δεν είναι δυνατόν όμως να προσελκύσουμε τέτοιους ανθρώπους στην πολιτική, όταν θα έχουν να ανταγωνισθούν ηθοποιούς, αθλητές, τηλεαστέρες, ωραίες κυρίες, γόνους πολιτικών οικογενειών, συνδικαλιστές ξεκομμένους από την κοινωνία και «κολλητούς» κομματικών αξιωματούχων ή πρωτοκλασάτων στελεχών. Σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε, βέβαια, ότι οι προαναφερθείσες κατηγορίες δεν περιλαμβάνουν, ορισμένες φορές και πρόσωπα, με τις απαιτούμενες για την παραγωγή έργου, ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές πρέπει να είναι όμως εκείνες που θα καθορίσουν την πορεία τους στην πολιτική και όχι η επικοινωνιακή τους λάμψη.
Ένα, τέλος, αυτόματα προκύπτον πλεονέκτημα από την προσέλκυση στα ψηφοδέλτια ανθρώπων με πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια, είναι η δυνατότητα αν δεν εκλεγούν, να στελεχώσουν μετέπειτα ένα τμήμα της κρατικής μηχανής. Το επιχείρημα ότι θα έκαναν το κράτος φέουδο της κομματικής τους πελατείας είναι υπαρκτό, αλλά δεν αποδυναμώνει την ουσία της πρότασης διότι ούτως ή άλλως η στελέχωση της κρατικής μηχανής γίνεται από το κόμμα και τους υπουργούς, χωρίς κατά κανόνα τη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων.
Πρώτοι και μέτριοι απέναντι στους ικανούς
Ενθυμούμενοι τη φράση του Αντώνη Τρίτση που είχε δηλώσει ότι «στην πολιτική με φοβίζει κυρίως ο πόλεμος των μετρίων», δεν θα αποφύγουμε τον πειρασμό να αναφερθούμε τώρα στους «πρώτους» και στους «μέτριους», δανειζόμενοι πολύ εύστοχες έννοιες από το βιβλίο του Χρήστου Μαρκόπουλου «Η Κυριαρχία των Πρώτων» (Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1991).
Ως «μέτριους» εννοούμε όλους όσοι έχουν γενικά περιορισμένες δυνατότητες, ενώ ως «πρώτους» ονομάζουμε όχι τους καλύτερους, αλλά εκείνους οι οποίοι, είτε από τύχη είτε από επιδίωξη κατορθώνουν να είναι συνέχεια δίπλα σε οποιαδήποτε θέση–καρέκλα δημιουργείται, έχοντας έτσι ως προτεραιότητα την κατοχή της, ανεξάρτητα αν πληρούν τα απαιτούμενα γι’ αυτήν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Διεξάγεται, λοιπόν, μέσα στην πολιτική μια συνεχής πάλη ανάμεσα στους «μέτριους» και «πρώτους»από τη μια πλευρά και στους «ικανούς» από την άλλη, η οποία στην ουσία, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αναγκάζει τους ικανούς να αφιερώνουν σημαντικό χρόνο στον αγώνα για προσωπική πολιτική επιβίωση και όχι στην προσπάθεια να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής του πολίτη.
Εξαιτίας αυτού τα κόμματα ομφαλοσκοπούν, στρέφονται στην παραγωγή κομματικού και όχι πολιτικού έργου και τελικά περιορίζουν το ρόλο τους, εντός των τειχών, αποκομμένα από την κοινωνία. Ως λογική εξέλιξη έρχεται μετά η πτώση του κύρους της πολιτικής και των πολιτικών, σε σημείο μάλιστα να ντρέπεται κανείς να εκφράσει τις όποιες πολιτικές του φιλοδοξίες, φοβούμενος μήπως θεωρηθεί επαγγελματικά αποτυχημένος. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι φυσιολογικό, βέβαια, να κερδίζουν σχεδόν πάντα οι «πρώτοι και μέτριοι».
Άμοιρες ευθυνών δεν είναι φυσικά και οι κομματικές ηγεσίες, οι οποίες αντί να εκμεταλλεύονται πλήρως τον αρχηγισμό των κομμάτων και να προωθούν τους ικανούς, συνήθως επιτρέπουν η αξιολόγηση της απόδοσης των στελεχών να γίνεται από αρχηγίσκους, τοπάρχες και κολλητούς του αρχηγού που μετασχηματίζουν σύμφωνα με τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα αυτήν την απόδοση.
Από την άλλη πλευρά οι ικανοί οφείλουν να αντιληφθούν ότι δεν αρκεί να ξορκίζουν το πρόβλημα, στρογγυλοκαθισμένοι επάνω στις δάφνες της προσωπικής τους καταξίωσης, αρνούμενοι να αντιπαρατεθούν με τους «μετρίους» και «πρώτους». Οφείλουν αντίθετα, να δώσουν την μάχη, έχοντας στο μυαλό τους ότι πολύ συχνά με το πέρασμα του χρόνου, η αξία μένει πάντοτε όρθια και αναδεικνύεται.
Ομάδες εκλεκτών (ΕΛΙΤ)
Η επικέντρωση στους «ικανούς» δεν αποτελεί, για κανέναν λόγο, προσπάθεια να δοθεί προτεραιότητα στον τομέα της πολιτικής στις ομάδες εκλεκτών (ΕΛΙΤ), που είναι απόλυτα φυσιολογικό να δημιουργούνται, ή να αυτοπροσδιορίζονται έτσι, στα πλαίσια λειτουργίας, μιας ελεύθερης κοινωνίας (ομάδες πνεύματος, τέχνης, επιχειρηματικότητας, κοινωνικού επιπέδου κ.λπ.).
Πιστεύουμε αντίθετα, ότι όταν, όπως πολλές φορές συμβαίνει, οι ομάδες αυτές εμφορούνται από μία αίσθηση αυταρέσκειας και ενεργούν ξεκομμένες από την κοινωνία. η δράση τους γίνεται προβληματική έως επικίνδυνη, ειδικά αν ασχολούνται με τα δημόσια ζητήματα ή έχουν δημόσιο λόγο.
Έχοντας το προνόμιο, πάντα σύμφωνα με τη δική τους θεώρηση, της αυθεντίας και κατά κανόνα χωρίς καμία πολιτική νομιμοποίηση, θεωρούν ότι ο λαός οφείλει να κινηθεί προς την υποδεικνυόμενη από τους ίδιους κατεύθυνση. Ξεχνούν όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο σκέφτονται έχει διαμορφωθεί στο δικό τους, αρκετές φορές ξεκομμένο από τις ζώσες δυνάμεις της κοινωνίας, περιβάλλον.
Εκμεταλλευόμενες τις μεγάλες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, βάλλουν εναντίον του, ενώ στην πραγματικότητα είναι συχνά έτοιμες να το υπηρετήσουν πιστά, αρκεί να καταλάβουν τις θέσεις εξ απονομής και όχι δια εκλογής. Θέλουν, με απλά λόγια, να ηγηθούν χωρίς να υποστούν την βάσανο της έκθεσης σε ψήφο και γι’ αυτό άλλωστε ο κατάλογος με τους υποψηφίους για μία θέση στις λίστες επικρατείας ή στα ψηφοδέλτια των ευρωεκλογών, είναι πάντα πολύ μεγάλος.
Οι ηγέτες όμως ακόμα και όταν προέρχονται από τους εκλεκτούς, πρέπει να έχουν ήδη αφουγκραστεί πλήρως τις αγωνίες και τις ελπίδες των λαών, κάτι που είναι δύσκολο να συμβεί με ανθρώπους καθισμένους σε θρόνους και κορυφές.
Άλλωστε, η δημοκρατία σε αντίθεση με ένα αριστοκρατικού τύπου πολίτευμα, βασίζεται στο αξίωμα ότι οι ψήφοι όλων έχουν την ίδια βαρύτητα και θα ήταν προτιμότερο όσοι δεν λαμβάνουν αυτό υπόψη, να ασχοληθούν με το ταλέντο τους και μέσα από αυτή τη δράση θα συνεισφέρουν περισσότερο στο «κοινό καλό» για το οποίο πρέπει να έχουν λόγο και ίσως βαρύνουσα άποψη, όχι όμως απαίτηση επιβολής της.
Αν τέλος επιμένουν στη θέλησή τους να «πολιτευθούν» οφείλουν να εκτεθούν πολιτικά σε όλα τα επίπεδα γινόμενοι έτσι υπηρέτες και όχι επιβήτορες της πολιτικής.
Επιλογή προσώπων – Οι ευθύνες των πολιτών
Οι πολίτες οφείλουμε πλέον να συνειδητοποιήσουμε ότι η ψήφος μας έχει αξία, όχι μόνο σε επίπεδο κομμάτων, αλλά και προσώπων και ότι δεν πρέπει να την σπαταλούμε με περισσή ευκολία.
Τα κριτήρια βέβαια της επιλογής μας πρέπει να έχουν τόσο πολιτικά όσο και προσωπικά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ο νομοθέτης μας δίνει, έως σήμερα βέβαια, το δικαίωμα των περισσοτέρων του ενός σταυρού.
Εφόσον, όπως αναφέραμε, μέσω της πολιτικής μπορούμε να προσδοκούμε βελτίωση του γενικού επιπέδου ζωής, απαιτείται να αντιληφθούμε τον παραλογισμό που μας διακατέχει, όταν ψηφίζουμε χωρίς να έχουμε ως κριτήριο την επαγγελματική πορεία των υποψηφίων, την αποδεδειγμένη ικανότητα στη διοίκηση, την γενική και ειδική μόρφωση, αλλά επίσης και την εντιμότητα και την εκ του σύνεγγυς επαφή με τα κοινωνικά προβλήματα.
Είναι κατανοητή βέβαια η ανάγκη να προτάσσουμε το ιδιωτικό μας συμφέρον και να δίνουμε προτεραιότητα σε όσους μας συμπαρίστανται στα προσωπικά αιτήματα, δεν μπορεί όμως ταυτόχρονα να απαιτούμε και τη βελτίωση του γενικού επιπέδου ζωής όταν με μία τέτοια εκλογική συμπεριφορά, οδηγούμε τους πολιτικούς σε ένα λάθος δρόμο, με έντονα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, συμμετέχοντας έτσι και εμείς, έστω άθελα, στην απαξίωση της πολιτικής.
Ο ρόλος των βουλευτών
Οι βουλευτές, με ευθύνη όχι μόνο των ιδίων, αλλά και των κομματικών ηγεσιών, αντιμετωπίζουν ένα συνεχή περιορισμό του ρόλου τους, ο οποίος θα γίνεται με το πέρασμα των χρόνων ακόμη μεγαλύτερος αν το πολιτικό σύστημα συνεχίσει να δίνει σημασία στην επικοινωνία και όχι στην ουσία και δεν σταματήσει να διαλέγει πρόσωπα με τον προαναφερθέντα στο κεφάλαιο για την πολιτική και επικοινωνία τρόπο.
Παράλληλα, ο περιορισμός του ρόλου τους συντελείται και για τρεις επιπλέον λόγους. Πρώτος είναι η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τη Βουλή στην περιφέρεια, μέσω των μεγάλων δήμων και των περιφερειών. Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι νυν ή πρώην βουλευτές που ήταν υποψήφιοι δήμαρχοι ή περιφερειάρχες στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές.
Ο δεύτερος λόγος προέρχεται από την τάση να συμμετέχουν στη σύνταξη των νομοσχεδίων εκ μέρους των Υπουργείων και στη διαμόρφωση των πολιτικών προτάσεων των κομμάτων της Αντιπολίτευσης, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι κάθε φορά ειδικοί.
Η πρακτική αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι βουλευτές, αν και κατά κανόνα, είναι πτυχιούχοι Ανωτάτων Σχολών, δεν έχουν τις γνώσεις τις οποίες έχουν οι πλέον ειδικοί από τους συναδέλφους τους που ασκούν το επάγγελμα στην ελεύθερη αγορά. Έτσι αναγκάζονται να επικροτήσουν, ήδη ειλημμένες αποφάσεις, ενώ οι παρατηρούμενες εξαιρέσεις, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Τρίτος λόγος αποτελεί η ανάγκη οι βουλευτές να καταναλώνουν σημαντικές δυνάμεις στην προσπάθεια να τακτοποιήσουν «τα του οίκου τους», ανάγκη η οποία προέρχεται από την μεγάλη εσωστρέφεια η οποία διακρίνει πολλές φορές τα κόμματα. Αν το φαινόμενο αυτό συνδυασθεί και με την, από την επόμενη μέρα της εκλογής, έναρξη του αγώνα για επανεκλογή, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η απαίτηση να παράγουν πολιτικό έργο προς όφελος του πολίτη καθίσταται εγχείρημα πολύ δύσκολο.
Η βιομηχανία, επίσης, χωρίς προετοιμασία, επερωτήσεων, με μοναδικό σκοπό την εμφάνιση του βουλευτή στα μάτια των ψηφοφόρων ως ενδιαφερομένου για τα προβλήματά τους, δεν προσδίδει σίγουρα κύρος στο λειτούργημα. Αντίθετα το υποβαθμίζει σε μια διεκπεραιωτική διαδικασία με έντονα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά.
Η πρόταση, τέλος, να καθιερωθεί συνταγματικό ασυμβίβαστο βουλευτή-υπουργού, κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αρκεί να συνδυασθεί με ενέργειες που θα κατοχυρώνουν πραγματικά, την κατά συνείδηση, ψήφο των βουλευτών.
Πολιτικά Κόμματα
Τα Ελληνικά κόμματα παρά τη διαφορετική τοποθέτησή τους στο πολιτικό φάσμα αριστεράς–δεξιάς και παρά τις κατά καιρούς ανανεωτικές ενέσεις στον τρόπο λειτουργίας τους, έχουν σήμερα έναν ξεπερασμένο τρόπο πυραμιδικής οργάνωσης, κατάλοιπο μιας μεταπολιτευτικής περιόδου με άλλα χαρακτηριστικά.
Επιμένουν σε μια περιφερειακή οργάνωση με τοπικές οργανώσεις, ενώ η παραγωγή πολιτικής ή ο πολιτικός λόγος αρθρώνεται σε κεντρικό επίπεδο. Θεωρούν τη μαζικότητα ως στοιχείο επιτυχίας και προτάσσουν ως συνεκτικό στοιχείο και αναδεικνύουν ως πρώτη επιλογή το συναίσθημα, με επίκεντρο το πρόσωπο του αρχηγού ηγέτη και το δέσιμο με την ιστορία της παράταξης και τα σύμβολά της.
Ο συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό τους, στο ρόλο του εκλογικού μηχανισμού, ενώ η σύνδεση των στελεχών με το κόμμα δεν γίνεται στη πραγματικότητα μέσω της οργάνωσης, αλλά μέσω της ακτινοβολίας του αρχηγού-ηγέτη. Η οργάνωση αποτελεί απλώς το ηχείο του πολιτικού του λόγου, όπως θαυμάσια αναφέρει στο βιβλίο του «Στον αστερισμό του λαϊκισμού» ο πολιτικός επιστήμονας Άγγελος Ελεφάντης (Εκδόσεις Πολίτης, 1991).
Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω διαπίστωση, είναι φυσιολογικό να αποδεχθούμε τη δυνατότητα του αρχηγού να κάνει τις δικές του επιλογές σε πρόσωπα και θέσεις, αρκεί να διαθέτει ως αρετή τη βασική περί ηγεσίας αρχή, όπως εύγλωττα την παρουσίασε ο Χένρυ Κίσινγκερ και αναφέρει ότι ο ηγέτης πρέπει να προπορεύεται του λαού, όχι όμως από μεγάλη απόσταση, για να μπορεί να αφουγκράζεται έτσι τις αγωνίες και τις ελπίδες του.
Θεωρούμε όμως ταυτόχρονα ότι ο ηγέτης πρέπει να συνδυάζει την παρουσία του με ένα αριθμό στελεχών, κατανεμημένων σε θεματικές ενότητες, τα οποία σε εθνικό, κλαδικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, θα επεξεργάζονται προβλήματα και θα προτείνουν λύσεις με βάση τις γενικές ιδεολογικές αρχές του κόμματος.
Με την ύπαρξη στελεχών κατανεμημένων με τον προαναφερθέντα τρόπο, δημιουργείται και μια δεξαμενή ανθρώπων με δυνατότητα προώθησης σε υψηλότερες θέσεις, ενώ ορισμένα από αυτά τα στελέχη θα είναι κατά τα πρότυπα άλλων δυτικοευρωπαίων χωρών, επιφορτισμένα με το έργο της προσέλκυσης στα κόμματα ικανών ανθρώπων από την κοινωνία.
Σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια κατεύθυνση θα διαδραματίσει η χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών και των social media, ενώ η δικτύωση των ειδικών κομματικών οργανώσεων με διάφορες κοινωνικές ομάδες ενεργών πολιτών θα συμβάλει στη σύνδεση των κομμάτων με την κοινωνία, μια σύνδεση χαλαρή σήμερα, οφειλόμενη στον τρόπο της κομματικής λειτουργίας.
Ως αποτέλεσμα μιας παρόμοιας οργάνωσης θα έχουμε προεκλογικά προγράμματα με ουσιαστικό περιεχόμενο και δεν θα παρατηρείται το φαινόμενο, ειδικά εκείνα των περιβόητων πρώτων 100 ημερών, να αποτελούν συρραφή ουδέποτε τηρουμένων υποσχέσεων ενώ τα βασιζόμενα σε αυτά τα προγράμματα νομοσχέδια θα ενσωματώνουν και μια χρήσιμη για τα κόμματα διαβούλευση.
Ίσως έτσι εκλείψει επίσης το φαινόμενο προεκλογικά, όπως συνέβη στις τελευταίες εθνικές εκλογές, το ένα κόμμα να δηλώνει ότι θα παγώσει μισθούς και συντάξεις, ενώ το άλλο να ισχυρίζεται σε συνθήκες μηδενικού πληθωρισμού, ότι θα δώσει αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό, δηλαδή σχεδόν μηδενικές.
Τέλος, θα ανήκουν, ελπίζουμε οριστικά, στο παρελθόν μεταπτώσεις του τύπου από το «λεφτά υπάρχουν» στο «κρουαζιέρα με τον Τιτανικό μπροστά στο παγόβουνο».
Πολυσυλλεκτικότητα των κομμάτων
Η επίκληση της πολυσυλλεκτικότητος στο εσωτερικό των κομμάτων γίνεται σχεδόν πάντα εκ του πονηρού και κρύβει στην πραγματικότητα την αδυναμία της κυρίαρχης άποψης να επιβληθεί εσωκομματικά.
Αναγκασμένοι όσοι την επικαλούνται να κάνουν φιλοτιμία την ανάγκη, μόλις βρεθούν σε ισχυρή θέση δεν διαπραγματεύονται ούτε κόκκο της κομματικής εξουσίας και πολιτεύονται με τον πλέον ηγεμονικό τρόπο, γνωρίζοντας και οι ίδιοι ότι η πολυσυλλεκτικότητα διαχέει στρεβλά τον πολιτικό λόγο του αρχηγού-ηγέτη, μειώνει την απήχηση του κόμματος και αποτελεί, κατ’ επέκταση, τροχοπέδη στην εκλογική του επιτυχία.
Η καλώς νοούμενη όμως πολυσυλλεκτικότητα, θεωρούμε ότι είναι εκείνη που, χωρίς να παραγνωρίζει τις βασικές αρχές και αξίες των κομμάτων, αφορά κυρίως στις κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις στις οποίες απευθύνεται.
Δύο παραδείγματα στο σημείο αυτό θα αποσαφηνίσουν το νόημα των όσων υποστηρίζουμε.
Μία σαφής, λοιπόν, προγραμματική θέση για ύπαρξη μιας ισχυρής επιτροπής ανταγωνισμού και ενός αντιμονοπωλιακού νόμου απευθύνεται όχι μόνο στην επιθυμούσα ανοιχτές αγορές επιχειρηματική κοινότητα, αλλά και σε όλους τους επιζητούντες φθηνά προϊόντα καταναλωτές.
Το ίδιο έχει ήδη συμβεί και με τη σαφή θέση της ΝΔ για ουσιαστική κατάργηση της έννοιας του πανεπιστημιακού ασύλου όπως το ξέραμε ως σήμερα, κίνηση η οποία ενδιαφέρει όχι μόνο τους φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό αλλά και πολλές άλλες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες πλήττονται από τις, με ορμητήριο τον χώρο των πανεπιστημίων, ταραχές.
Τέλος, απαιτείται να υπάρχει και στα στελέχη που πλαισιώνουν την ηγετική ομάδα και τον αρχηγό, πολυσυλλεκτικότητα σε περιφερειακό επίπεδο, σε ταξική προέλευση, ειδικότητα, επαγγελματική κατάρτιση και γνώση, με βασική απαίτηση να αποτελεί η πλήρης ταύτισή τους με τη γενική πολιτική κατεύθυνση και τις στρατηγικές επιλογές του αρχηγού–ηγέτη.
Σε όσους μάλιστα ισχυρίζονται ότι ένα παρόμοιο αρχηγικό μοντέλο κομματικής λειτουργίας είναι αντιδημοκρατικό θα απαντούσαμε ότι νομιμοποιείται πλήρως μέσα από τη διαδικασία της απευθείας εκλογής του αρχηγού από τη βάση με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς μια τέτοια σχέση μπορεί να παραμορφωθεί από όργανα όπως, παραδείγματος χάριν, η Πολιτική Επιτροπή, οι εκλογές για την ανάδειξη της οποίας γίνονται από ένα σώμα τριών χιλιάδων ατόμων.
Κομματικές νεολαίες
Οι κομματικές νεολαίες λειτουργούν ως φυτώρια στελεχών, ενώ προσφέρουν επίσης μια θαυμάσια ευκαιρία στα μέλη τους να πολιτικοποιηθούν, αλλά ακόμα και να κοινωνικοποιηθούν περισσότερο. Οι νέοι έχοντας να αντιμετωπίσουν σήμερα μία γενικευμένη απομυθοποίηση αξιών μπορούν και μέσα από την πολιτική ενασχόληση να αναζητήσουν, την αναγκαία στη ζωή, ευρύτερη μόρφωση.
Παρότι λοιπόν βρισκόμαστε στην ίδια πλευρά με όσους υπερασπίζονται με θέρμη τη λειτουργία τους, ανήκουμε ταυτόχρονα στην κατηγορία όσων θα συμβούλευαν μετ’ επιτάσεως τα μέλη τους, ιδιαίτερα τα υψηλόβαθμα στελέχη, να μην επιτρέψουν την πολιτική να αποδυναμώσει την προσπάθεια για μόρφωση και επαγγελματική αποκατάσταση και σταδιοδρομία.
Πιστεύουμε αντίθετα, ότι ακόμα και όσοι ή όσες έχουν στο μυαλό τους την επιθυμία να ασχοληθούν ενεργότερα με την πολιτική, οφείλουν, ακόμη και αν έχουν δια παντός λυμένο το βιοποριστικό τους πρόβλημα, να προσπαθήσουν πρώτιστα ώστε η προσωπική τους ζωή να μην συνδυάζεται απόλυτα με την πολιτική επιτυχία. Αλλά και όσοι ακόμη από αυτούς διαθέτουν πόρους και μέσα, καλό είναι να γνωρίζουν ότι η επαγγελματική ενασχόληση δίνει πάντα πολλές δυνατότητες για ουσιαστική και όχι επιφανειακή προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Εν πάση όμως περιπτώσει και ανεξάρτητα από το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τους επίπεδο, όλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν με σθεναρό τρόπο ορισμένα αρνητικά φαινόμενα που ενδημούν μέσα στις κομματικές νεολαίες και τις αναδεικνύουν κάποιες φορές ως τους πλέον πιστούς εκπροσώπους της παλαιοκομματικής λογικής και λειτουργίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί και η συχνή μετατροπή των στελεχών σε βραχίονες της εσωκομματικής εξουσίας διαφόρων παραγόντων και η απώλεια της ανεξαρτησίας και της ανατρεπτικής λογικής, που πρέπει να διέπει τους νέους ανθρώπους.
Φυσικά, από μια τέτοια κατάσταση δεν ξεφεύγουν και οι φοιτητικές νεολαίες με τη σκληροπυρηνική παραταξιακή λογική τους, αντίδοτο στην οποία θα αποτελούσαν τα ενιαία ψηφοδέλτια ώστε η ψήφος να δίνεται στον «καλύτερο».
Θεωρούμε επίσης ότι ο φοιτητικός χώρος μπορεί να αποτελέσει ένα θαυμάσιο κύτταρο πολιτιστικής δημιουργίας, ενώ ο αρθρωμένος εκεί πολιτικός λόγος πρέπει να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες και όχι στις ξεπερασμένες πλέον αντιπαραθέσεις τις παραπέμπουσες στη συγκεντρωτική κοινωνία της βιομηχανικής επανάστασης.
Γυναικεία ποσόστωση
Ουδείς αμφισβητεί σήμερα, ότι είναι πολύ δύσκολο να συνδυάζει μια γυναίκα σε ένα ρόλο τη μητέρα, τη σύζυγο, την εργαζόμενη, αλλά και να ασχολείται με τα κοινά.
Ταυτόχρονα όμως, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει μητέρα που θα προτιμούσε ο γιος της να αποκλείεται από μια θέση, αν και διαθέτει τα τυπικά προσόντα, επειδή μια γυναίκα με βάση το φύλο πρέπει να την καταλάβει. Ούτε υπάρχει γυναίκα επιχειρηματίας που θα προσλάμβανε ανθρώπους στην επιχείρησή της με βάση το φύλο. Πολύ περισσότερο κανείς δεν διανοείται να θεσπίσει την ποσόστωση στην εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, τομέα στον οποίο οι γυναίκες υπερτερούν με ποσοστό 60%.
Οι παραπάνω απλές παρατηρήσεις έρχονται να προστεθούν στην απλή διαπίστωση ότι η σημερινή εικόνα της κοινωνίας είναι πολύ διαφορετική από τη δεκαετία του ’70, όταν η κύρια απασχόληση για τη μέση γυναίκα ήταν τα «οικιακά». Η γυναίκα «ζούσε» τότε κατά βάση στο σπίτι και η σχέση της με τα εκτός σπιτιού εργασιακά θέματα, αφορούσαν στη δουλειά του συζύγου.
Σήμερα όμως, η μέση γυναίκα είναι εργαζόμενη, όπως ο άνδρας, γεγονός που αλλάζει τις συνήθειες της καθημερινότητος και ανατρέπει τις παλιές κατεστημένες λογικές.
Είναι, λοιπόν, αναχρονισμός και κρύβει ρατσιστική διάθεση η ποσόστωση η οποία έχει θεσπισθεί κάτω από την πίεση των γυναικείων οργανώσεων να λύσουν υπαρκτά προβλήματα τα οποία όμως ανάγονται όπως περιγράψαμε στο παρελθόν.
Ταυτόχρονα είναι και άδικη, διότι καταργεί κάθε έννοια αξιοκρατίας με αποκορύφωμα ένα φιλελεύθερο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, να θεσμοθετεί ποσόστωση ενός τρίτου για κάθε φύλο στη στελέχωση των επιστημονικών επιτροπών για την Έρευνα και την Τεχνολογία, καταργώντας έτσι την απαίτηση να προσλαμβάνονται σ’ αυτές τις επιτροπές τα άτομα σύμφωνα με τα πραγματικά επιστημονικά τους προσόντα.
Σε παρόμοια κατεύθυνση, αλλά σε πολιτικό επίπεδο, από τη Νέα Δημοκρατία επίσης καθιερώθηκε η ποσόστωση στη συμμετοχή στα ψηφοδέλτια αυτοδιοικητικών και βουλευτικών εκλογών. Το μέτρο απέτυχε, βέβαια, διότι, χωρίς να οδηγήσει σε αύξηση της γυναικείας εκλογικής επιτυχίας, δημιούργησε τραγελαφικές καταστάσεις με την προβολή γυναικών που στερούμενες των ελαχίστων προσόντων, αποτελούν, με την ισχνή πολιτική τους παρουσία, τροχοπέδη στην ανάγκη για αύξηση της γυναικείας εκπροσώπησης σε θέσεις μεγάλης πολιτικής ευθύνης.
Η Νέα Δημοκρατία τέλος, ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ και θέσπισε και αυτή την ποσόστωση ακόμα και στην εκλογή στα κομματικά όργανα.
Η επιχειρηματολογία μας ενάντια στην ποσόστωση δεν σημαίνει φυσικά ότι αγνοούμε πως η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στα «οικογενειακά βάρη» καθιστά δυσκολότερη την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας και την ενασχόλησή τους με τα κοινά ούτε ότι σήμερα πολλές γυναίκες συμμετέχουν ενεργά στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Πιστεύουμε, ταυτόχρονα, ότι με βάση μια πραγματική κατάσταση δεν πρέπει να μεθοδεύονται λύσεις προς λάθος κατεύθυνση, χωρίς να παραγνωρίζουμε βέβαια, την επιτακτική ανάγκη τα κόμματα να αντιστοιχίσουν στη λειτουργία τους όλες τις κοινωνικές διεργασίες και να μην στερούνται την ενεργό συμμετοχή άξιων ανθρώπων, ανδρών και γυναικών.
Πιστεύουμε, επίσης, ότι η πολιτεία πρέπει να κατευθύνει πόρους σε προγράμματα στήριξης της μητρότητος, σε κατασκευή παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών και στην ύπαρξη των ολοήμερων σχολείων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στη μητέρα να είναι ταυτόχρονα και εργαζόμενη και με μεγαλύτερη συμμετοχή στα κοινά.
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η φιλελεύθερη παράταξη μετά από μια διακυβέρνηση 5,5 χρόνων, βρίσκεται εδώ και περίπου δύο χρόνια στην αντιπολίτευση, κάτω από την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά.
Μετά από μία μεγάλη ήττα, μία επώδυνη διαδικασία εκλογής Προέδρου και ένα ικανό διάστημα εσωτερικής ανασυγκρότησης, βρίσκεται πλέον στο στάδιο της πολιτικής ανάκαμψης. Παράλληλα, προσπαθεί, όχι πάντα απόλυτα στοχευμένα, με τη χρησιμοποίηση ενός διαφορετικού απ’ ότι στο παρελθόν πολιτικού λόγου, με αιχμή την ιδεολογία, να ανατρέψει την «ιδεολογική δικτατορία» την οποία επέβαλε η αριστερά στην μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Όπλα της προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να είναι η μεσαία τάξη, η επιχειρηματικότητα (αναλύονται σε άλλο κεφάλαιο) και οι βασικές ελληνικές αξίες στη σύγχρονή τους όμως μορφή (αναλύονται στο παρόν κεφάλαιο).
Σιωπητήριο Ιδεών για το φιλελεύθερο χώρο
Στην Ελλάδα, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, συνέβη ένα παράδοξο γεγονός πρωτότυπο στα παγκόσμια χρονικά. Πρόκειται συγκεκριμένα, για την ειρηνική επικράτηση στο πεδίο των ιδεών, των ηττημένων έναντι των νικητών, σε σημείο, με μια δόση υπερβολής να μπορούμε να μιλάμε ακόμα και για σιωπητήριο ιδεών, ενώ δεν στερείται βάσης και η άποψη που ισχυρίζεται ότι ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε το 1981 με τελικό νικητή την Αριστερά. Αναφερόμενοι σε ιδέες, οφείλουμε βέβαια να διευκρινίσουμε, ότι δεν εννοούμε τη γενική σοσιαλιστική ή κομμουνιστική κοσμοθεωρία, αλλά το σταδιακό μπόλιασμα ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, με αριστερές ιδέες σε μια σειρά θέματα όπως είναι η σημασία της προσπάθειας για κοινωνική ανάδειξη και η επιχειρηματικότητα ή οι έννοιες του πατριωτισμού, της θρησκείας και της οικογένειας στη σύγχρονή τους μορφή, ο κρατισμός και η ελεύθερη οικονομία, ο ρόλος της μεσαίας τάξης, το πανεπιστημιακό άσυλο, ο ρόλος των δημοσίων επιχειρήσεων, η αναζήτηση εργασίας στο δημόσιο και ακόμα αυτή καθ’ αυτή η κομματική λειτουργία.
Ήταν μάλιστα τέτοια η μορφή της επικράτησης ώστε φθάσαμε στο σημείο, ένα τμήμα της φιλελεύθερης παράταξης να αυτοαποκαλείται πεφωτισμένο, θέλοντας να μην ταυτίζεται με το υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα, το οποίο έτσι ριχνόταν βορά στις ψευτοπροοδευτικές αντιλήψεις.
Ταυτόχρονα, η φιλελεύθερη παράταξη, όποτε κλήθηκε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης να κυβερνήσει, δεν λειτούργησε κατά κανόνα σύμφωνα με την ιδεολογία της, αλλά σύμφωνα με έναν τρόπο με τον οποίο ουσιαστικά ζητούσε την επιβράβευση της αριστεράς.
Πολλές θεωρούμε ότι είναι οι αιτίες αυτού του φαινομένου.
Ως πρώτη, θα ιεραρχήσουμε την ανάγκη των νικητών να αποδεικνύουν συνεχώς ότι και οι ίδιοι διακατέχονται από παρόμοιες με τους ηττημένους απόψεις για τη δημοκρατία, την κοινωνία και το δίκαιο. Άλλωστε, οι αριστερές απόψεις αρκετές φορές δεν πάσχουν στη θεωρία, αλλά στην εφαρμογή. Παρέβλεπαν όμως οι νικητές την άποψη του Γκράμσι που λέει ότι «οι πολιτικές μάχες κερδίζονται πρώτα στο πεδίο των ιδεών» και δεν φρόντιζαν να αναδείξουν τις δικές τους αξίες επάνω στις οποίες εκφράζεται μια διαφορετική θεώρηση της ζωής.
Δεύτερος λόγος θεωρούμε ότι αποτελεί η απώλεια του χώρου του πολιτισμού, ο οποίος με όχημα τις ουμανιστικές ιδέες, στην κυριολεξία «αλώθηκε» από την αριστερά. Οι φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων όπως ο Ελύτης, ο Σεφέρης και ο Τσάτσος αποτέλεσαν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στην πληθώρα των δημιουργών και των καλλιτεχνών που έχοντας σημαντική επίδραση στο λαό, περνούσαν ηθελημένα πολλές φορές τη δική τους πολιτική προσέγγιση και κοσμοθεωρία. Είναι δεκάδες τα ονόματα, κυρίως στο χώρο της μουσικής και της λογοτεχνίας που ουσιαστικά αποτέλεσαν τους ιμάντες μετάδοσης αριστερόστροφων ιδεών ακόμα και στους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους, ενώ αντίθετα, οι εκπρόσωποι της αστικής διανόησης δεν θέλησαν ή δεν κατάφεραν να ενεργήσουν ανάλογα.
Στην τρίτη θέση πιστεύουμε ότι πρέπει να καταταγεί το γεγονός, της για πολλά χρόνια, μερικής εκπροσώπησης των φιλελεύθερων ιδεών από ανθρώπους, χωρίς σημαντικό ιδεολογικό υπόβαθρο, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους της κεντροαριστεράς που το διέθεταν, συνδυασμένο μάλιστα με ιδιαίτερη κουλτούρα. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπαμε όσους διέθεταν, από την κεντροδεξιά, επίπεδο για την αντιπαράθεση, να μην έχουν τα κότσια να το κάνουν, ενώ αρκετοί από αυτούς που τα είχαν, στερούμενοι παιδείας κατέφευγαν συχνά σε κραυγές και λαϊκισμούς.
Ως τέταρτη αιτία, θα αναφέρουμε την ανάγκη των ηττημένων να εκφράσουν την ιδεολογία τους, κυρίως κοινωνικά, διότι επί μία περίπου τριακονταετία δεν μπορούσαν να την εκφράσουν πολιτικά και οικονομικά, ως αποτέλεσμα της πλήρους επιβολής των νικητών στα συγκεκριμένα πεδία.
Πιστεύουμε όμως, ότι όσο θα «απέρχεται» η δική μας γενιά, η επηρεασμένη όχι από τις εμπειρίες, αλλά από τις μνήμες των παππούδων και των πατεράδων μας, για εκείνη την ταραγμένη περίοδο, σε συνδυασμό μάλιστα με την πλήρη κατάρρευση του οικονομικού μοντέλου που ευαγγελίσθηκε η αριστερά, τόσο θα επέρχεται και μια ισορροπία στον τομέα των ιδεών με μεγάλη πιθανότητα το εκκρεμές να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί όμως η εκ μέρους της φιλελεύθερης παράταξης έκφραση ενός ιδεολογικού λόγου, προσαρμοσμένου στις σύγχρονες συνθήκες και απαλλαγμένου από ενοχικά συμπλέγματα και προκαταλήψεις, απαίτηση η οποία δεν εκπληρώνεται πάντα, θυσιαζόμενη στο βωμό πολιτικών ισορροπιών.
Η διαστρέβλωση των εννοιών συντήρησης και προόδου
Εκτός από το ιδιότυπο σιωπητήριο ιδεών η κεντροαριστερά κατάφερε να επιβάλλει για πολλά χρόνια στην ελληνική πολιτική ζωή και μια γλώσσα ασαφή που δίνει περισσότερο σημασία στην επανάληψη γενικοτήτων, φράσεων ή λέξεων «κλισέ» και συνθημάτων και αντικαθιστά τον μεστό και σαφή σε επιχειρήματα και απόψεις πολιτικό λόγο.
Στόχος όλης αυτής της προσπάθειας είναι η ανάδειξη μίας πολιτικής που, χωρίς να έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα και τρόπους ρεαλιστικής εφαρμογής της, δημιουργεί μια συγκεχυμένη εικόνα της πραγματικότητος και αποπροσανατολίσει τους πολίτες από την ουσία των προβλημάτων. Σαν όπλο για την επίτευξη των στόχων της χρησιμοποιεί μάλιστα, την καπηλεία και κομματική οικειοποίηση λέξεων και εννοιών με πολιτικό περιεχόμενο.
Από την παραπάνω κατηγορία, δεν είναι δυνατόν να έχουν ξεφύγει οι έννοιες της συντήρησης και της προόδου, έννοιες με κυρίαρχο ρόλο στην Ελληνική πολιτική ορολογία και αρκετές φορές αποτελούσες σημείο αναφοράς κάθε πολιτικής πράξης με σοσιαλιστικό ή σοσιαλιστικοφανές περιεχόμενο.
Στο εύλογο λοιπόν ερώτημα, τι είναι πρόοδος και τι συντήρηση, είναι κατ’ αρχήν λάθος μια απάντηση, η οποία ανατρέχει στην προέλευση των λέξεων ή την πολιτική τους ιστορία.
Είναι επίσης λάθος να αμφισβητηθεί αμέσως η άποψη ότι, μετά την εμφάνιση του Μαρξισμού-Λενινισμού, οι αριστερές θεωρίες είχαν εν δυνάμει το στίγμα της προόδου, ενώ οι καπιταλιστικές, σαν κρατούσες επί εκατονταετίες, μπορούσαν να θεωρηθούν συντηρητικές.
Σήμερα όμως, με το σοσιαλισμό να έχει παρελθόν, ο συντηρητισμός ή ο προοδευτισμός δεν αποτελούν σήμα κατατεθέν ορισμένων μόνο κομμάτων, αλλά εκδηλώνονται μέσα από συγκεκριμένες κάθε φορά θέσεις, προτάσεις και προγράμματα.
Χρησιμοποιώντας άλλωστε ένα οποιοδήποτε λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας βλέπει κανείς ότι: «Προοδευτικός είναι αυτός που αγαπά την πρόοδο, το καινούργιο» και «Συντηρητικός, ο παλαιών αντιλήψεων και αρχών, ο οπισθοδρομικός» και είναι απολύτως λογική η προσέγγιση που θέλει τα προοδευτικά στοιχεία να υπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους και είναι λάθος και πολλές φορές εκ του πονηρού, η προσπάθεια ταύτισης προόδου και συντήρησης με συγκεκριμένα κόμματα.
Αυτοκριτική για το κυβερνητικό παρελθόν
Υπάρχει μια πλευρά στελεχών μέσα στη ΝΔ που επιθυμεί να μη γίνεται κριτική στα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβερνητικής μας θητείας. Θεωρούν τη συγκεκριμένη πρακτική ολέθρια χωρίς να κατανοούν ότι αποτελεί υποχρέωσή μας, κυρίως απέναντι στους πολίτες που μας στηρίζουν, να παραδεχθούμε ότι «Δεν τολμήσαμε να προχωρήσουμε σε αλλαγές. Διαχειρισθήκαμε απλώς μια προϋπάρχουσα κατάσταση, κυβερνήσαμε αρκετές φορές με βάση την επικοινωνία και πολλές επιλογές προσώπων απέτυχαν».
Ταυτόχρονα, πρέπει να προβάλλουμε βέβαια και το κυβερνητικό μας έργο που έχει να επιδείξει μεταξύ άλλων τις ιδιωτικοποιήσεις ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ και ΟΛΠ, με την τελευταία να έχει πολύ μεγάλη σημασία λόγω της εισόδου των Κινέζων στην ελληνική οικονομία, τις ενεργειακές συμφωνίες με τη Μόσχα, την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, το νόμο Γιαννάκου για τα Πανεπιστήμια, την ολοκλήρωση σημαντικών έργων υποδομής, το νόμο για τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ) κ.ά.
Μόνο έτσι μπορούμε μετά να συζητήσουμε με τους πολίτες για το παρόν και το μέλλον της ΝΔ και να απαντήσουμε με πειστικό τρόπο σε διάφορα ερωτήματα που αυτοί θέτουν και μερικά από τα οποία είναι:
– Πόσο αποτελεσματικά μπορεί να διοικήσει κάποιος, ο οποίος δεν έχει ουσιαστικά εργασθεί ποτέ, αλλά έχει διορισθεί επικεφαλής ΔΕΚΟ, ανταμοιβόμενος για τα «κομματικά ένσημα» ή για τη συμμετοχή του σε ψηφοδέλτια εθνικών ή συνδικαλιστικών εκλογών;
– Πόσο βοήθησαν την επαφή της Κυβέρνησης της ΝΔ με την κοινωνία, όργανα όπως η Γραμματεία Παραγωγικών Τομέων;
– Πώς τολμά η ΝΔ να μιλά για ανανέωση όταν πολλοί βουλευτές της είναι θυγατέρες, γιοι, ανιψιοί ή συγγενικά πρόσωπα τέως Υπουργών ή μεγαλοστελεχών;
– Στην προηγούμενη αναθεωρητική Βουλή, γιατί η ΝΔ δεν πρότεινε την αλλαγή του άρθρου που επιτρέπει την «παραγραφή εξπρές» των αδικημάτων των πολιτικών;
– Γιατί η ΝΔ αντί να υπερτονίζει την πίστη της στην ελεύθερη οικονομία και να υπερασπίζεται την ιδεολογία της, σύρθηκε πίσω από το ΠΑΣΟΚ και ουσιαστικά ευαγγελίσθηκε τον προστατευτισμό;
– Γιατί ποτέ ένας πολιτικός δεν δεσμεύτηκε να παραιτηθεί, αν δεν εκπληρώσει, σε ένα συγκεκριμένο διάστημα, μια υπόσχεσή του;
– Γιατί δεν μπόρεσε η ΝΔ, σύμφωνα με την εντολή που πήρε, να προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις, να περιορίσει τη διαφθορά και να βελτιώσει την κατάσταση στους τομείς της υγείας και της παιδείας;
– Ως ΝΔ θα παρουσιάσετε εξειδικευμένα νομοσχέδια ή θα συνεχίσετε τις εκθέσεις ιδεών, τις οποίες τόσα χρόνια ακούει ο Ελληνικός λαός από τα κόμματα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης;
– Πώς θα καταφέρουν να μην διαβρωθούν από το παλιό, όσοι μέσα στη ΝΔ θεωρούν ότι εκφράζουν το νέο;
– Αν έπρεπε να μπει ένα πρόσημο στη διακυβέρνηση της χώρας από το 2004-2009, τι πρόσημο θα βάζατε και γιατί;
– Μήπως τελικά η ενδεδειγμένη συμπεριφορά των ανθρώπων που αξίζουν είναι να φύγουν μακριά από τα κόμματα και να επιχειρήσουν να αλλάξουν τη χώρα μέσα από άλλα, κοινωνικά κυρίως, εφαλτήρια;
– Γιατί ενώ ανήκετε σ’ ένα κόμμα το οποίο ευθύνεται και αυτό για τη σημερινή κατάσταση της χώρας δεν κάνετε αυτοκριτική;
– Τι θα έκανε ένας επιχειρηματίας αν είχε στην επιχείρησή του ένα στέλεχος, το οποίο επί πέντε χρόνια αποδεικνυόταν ανεπαρκές;
– Γιατί όλοι στη ΝΔ παριστάνετε σήμερα τους μετά Χριστόν Προφήτες; Τι κάνατε για τη γραφειοκρατία και την επιχειρηματικότητα;
Οι εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου της ΝΔ
Το βράδυ των εκλογών της 7ης Οκτωβρίου 2009 και μετά την παραίτηση του Κώστα Καραμανλή από την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας ήταν σαφές ότι Μπακογιάννη Αβραμόπουλος, και Σαμαράς θα διεκδικούσαν την αρχηγία με απόλυτο φαβορί την πρώτη και αουτσάιντερ τους άλλους δύο.
Το ίδιο σαφές ήταν επίσης, ότι το μεγαλύτερο τμήμα του κομματικού μηχανισμού είχε στραφεί προς τη πλευρά του πιθανότερου νικητή.
Όσο όμως περνούσε ο χρόνος και ο Αντώνης Σαμαράς προσέδιδε ιδεολογικά χαρακτηριστικά στη δική του πρόταση για την προεδρία του κόμματος, ο συσχετισμός δυνάμεων έδειχνε να μεταβάλλεται, ενώ η απόσυρση της υποψηφιότητας Μεϊμαράκη αποτέλεσε τον καταλύτη για τη δυναμική που απέκτησε η υποψηφιότητα Σαμαρά.
Ο ιδεολογικός λόγος Σαμαρά είχε ουσία, ήταν σαφής, έδινε όραμα και προοπτική, είχε δόσεις κριτικής για το παρελθόν, περιείχε όμως και ελπίδα για το μέλλον, συνδυασμένη μεσούσης της οικονομικής κρίσης με προτάσεις εξόδου από αυτήν. Με την παρουσίαση των θέσεών του ο Σαμαράς έδινε περιεχόμενο στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, απέρριπτε το ιδεολόγημα του μεσαίου χώρου που παρέπεμπε σε ένα απολιτίκ μόρφωμα και έφερνε στο προσκήνιο τη μεσαία τάξη η οποία έχει αξίες βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία.
Σημαντική, βέβαια, επίδραση στο τελικό αποτέλεσμα είχαν τα προερχόμενα από την απόλυτη σιγουριά της νίκης συνεχή λάθη στρατηγικής από την πλευρά Μπακογιάννη, με κορυφαίο την αποδοχή της πρότασης Αβραμόπουλου για εκλογή από τη βάση. Ταυτόχρονα, με έναν απονευρωμένο πολιτικό λόγο προσπάθησε να πείσει το εσωκομματικό ακροατήριο της ΝΔ για την πίστη της στον Καραμανλισμό και τη στήριξή της στην Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Το πρώτο δεν έγινε πιστευτό ενώ το δεύτερο τη χρονική εκείνη στιγμή, μετά την εκλογική συντριβή, δεν είναι σίγουρο ότι αποτελούσε πλεονέκτημα.
Αντίθετα, στην πλευρά Σαμαρά η προώθηση της υποψηφιότητάς του στηριζόταν στην ιδεολογία και στο επικοινωνιακό του χάρισμα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν περιελάμβανε προσωπικές επιθέσεις εναντίον των συνυποψηφίων του. Χωρίς την ύπαρξη ιεραρχίας ο Πρόεδρος ερχόταν σε επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες, ενώ η συμπεριφορά όσων είχαν κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια, καθιστούσε σαφές ότι δεν υπήρχε οργανόγραμμα με επικεφαλής, στελέχη και οπαδούς και ότι ουσιαστικά επρόκειτο για ένα κίνημα με χαλαρή οργάνωση στο οποίο οι νεοεισερχόμενοι θα μπορούσαν ανάλογα με τη διάθεσή τους για προσφορά να έχουν σημαντικό ρόλο.
Ταυτόχρονα απεδείχθη, σε αντιδιαστολή μάλιστα με το πεδίο των ιδεών, ότι η διαχρονική συνύπαρξη «Καραμανλικών» και «Μητσοτακικών» στη ΝΔ, δεν είχε προσφέρει την απαραίτητη όσμωση σε επίπεδο προσώπων μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά στην ουσία, αποτελούσε μια συμφωνία κορυφής στην οποία είχαν προσχωρήσει και αρκετά υψηλόβαθμα και επώνυμα στελέχη. Άλλωστε, ακριβώς διότι έλλειπε η απαραίτητη ψυχική επαφή στη βάση και στα μικρομεσαία στελέχη, υπήρχε πάντα η ανάγκη σε κάθε εσωκομματική εκλογή, να υπάρχει μία, εκ των προτέρων, συμφωνία που θα αποτύπωνε στα αποτελέσματα, τους εσωκομματικούς συσχετισμούς ισχύος.
Πολύ εύκολα λοιπόν και χωρίς καμία ενέργεια της Καραμανλικής ηγεσίας η πλειονότητα των στελεχών και κατόπιν των οπαδών ήρθε στην πλευρά Σαμαρά, διότι ένιωθαν ότι εκείνος ήταν σαρξ εκ της σαρκός της παράταξης και ο καταλληλότερος να εκφράσει την ιστορία, τους αγώνες, τις αρχές και τις αξίες της. Παράλληλα οι προσωπικές επιθέσεις εναντίον του Σαμαρά, τον καθιστούσαν συνεχώς και περισσότερο συμπαθή ακόμα και σε όσους δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το ’93, ενώ τις ίδιες επιθέσεις δεχόταν και οι επώνυμοι υποστηρικτές του.
Τη διαφαινόμενη αλλαγή των συσχετισμών ήρθε να σφραγίσει και η στήριξη της υποψηφιότητος Σαμαρά από τον Αβραμόπουλο με αποτέλεσμα να γύρει οριστικά η πλάστιγγα.
Τέλος, θεωρούμε ότι η υποψηφιότητα Ψωμιάδη με περιεχόμενο που παρέπεμπε σαφώς προς τη λαϊκή δεξιά δημιούργησε την αίσθηση μιας δύσκολης αναμέτρησης. Ουδείς αμφιβάλλει ότι αν η αναμέτρηση ήταν μόνο μεταξύ των δύο, ο αέρας νίκης που θα εδημιουργείτο υπέρ του Σαμαρά θα έκρινε το αποτέλεσμα από την πρώτη στιγμή.
Δύο χρόνια με τον Σαμαρά στην ηγεσία της ΝΔ
Πρώτη φάση
Μετά από μια διακυβέρνηση η οποία οδηγεί σε συντριπτική ήττα, τα κόμματα εξουσίας περνούν μια φάση που ό,τι και να πουν η κοινωνία δεν το ακούει και ό,τι και να πράττουν η κοινωνία δεν το βλέπει και κυρίως δεν το καταλαβαίνει.
Είναι η εποχή που το νέο, έχοντας δίπλα του το παλαιό, ισορροπεί μεταξύ της προβολής των κυβερνητικών επιτυχιών του παρελθόντος, αλλά και της αυτοκριτικής, απολογούμενο για όσα δεν έγιναν ή έγιναν, είτε συμμετείχε στη δημιουργία τους είτε όχι. Είναι η περίοδος που ο πολιτικός λόγος δεν είναι ενιαίος.
Αυτή είναι η περίοδος η πλέον κατάλληλη για εσωτερική ανασυγκρότηση που θα βασίζεται στην προσπάθεια να διατηρηθεί αφενός ό,τι είναι χρήσιμο από το παρελθόν και αφετέρου να αποτραπεί η γήρανση του κομματικού μηχανισμού η οποία νομοτελειακά θα έρθει, αν το παρελθόν διατηρήσει ακέραιες τις δυνάμεις του.
Μία παρόμοια κατάσταση βίωσε επί έναν χρόνο περίπου η ΝΔ, με τον Αντώνη Σαμαρά να αντιμετωπίζει
- την άρνηση Μπακογιάννη και ορισμένων ακραιφνών υποστηρικτών της να ενταχθούν στην προσπάθεια,
- την ανάγκη ενσωμάτωσης στελεχών, τα οποία δεν τον υποστήριξαν στην εσωκομματική εκλογή, αλλά ήταν έτοιμα να συμπορευθούν μαζί του,
- την αξιοποίηση στελεχών που από την αρχή τον στήριξαν στη διαδικασία εκλογής Προέδρου και
- την απαίτηση για ανάδειξη, με υπομονή και επιμονή, μιας νέας εικόνας για το κόμμα που δεν θα βασιζόταν σε μια ηλικιακή ή επικοινωνιακή ανανέωση, αλλά θα είχε ουσία και βάθος.
Την κατάσταση περιέπλεκε ακόμα περισσότερο η άρνηση ορισμένων ατόμων που συμπορεύονται πολλά χρόνια με τον Πρόεδρο, να κατανοήσουν ότι δεν μπορεί να υπάρχει επετηρίδα παρουσίας δίπλα του, αλλά και ταυτόχρονα η αδυναμία αρκετών στελεχών με πολύχρονη διαδρομή μέσα στη ΝΔ να αντιληφθούν ότι η έλευση του νέου αρχηγού ανατρέπει από μόνη της κάθε επετηρίδα και ότι γενικώς, η ύπαρξη επετηρίδων απονευρώνει τα κόμματα και τα αποξενώνει από την κοινωνία.
Ως αποτέλεσμα όλης της παραπάνω λογικής, είναι απολύτως φυσιολογικό οι αρχικές επιλογές να ενσωμάτωσαν σε σημαντικό βαθμό την ανάγκη για τήρηση λεπτών ισορροπιών και όχι την απαίτηση για αξιοκρατία, αλλά θεωρούμε ότι όλες κρίνονται στο πέρασμα του χρόνου και θα αξιολογούνται συνεχώς με βάση το ουσιαστικό έργο των εμπλεκομένων προσώπων.
Βέβαια, δεν μπορεί να μας διαφεύγει, ότι τα κόμματα δεν είναι εταιρίες που διαθέτουν σφικτό management και προσήλωση στους στόχους, αλλά αντίθετα ενσωματώνουν αντικρουόμενες προσωπικές στρατηγικές, η διαχείριση των οποίων είναι πολλές φορές αν και ζητούμενο, πολύ δύσκολη, έως ανέφικτη.
Της ίδιας έκτασης προβλήματα αντιμετώπισε η ηγεσία Σαμαρά και σε επίπεδο πολιτικού λόγου, ο οποίος την περίοδο εκείνη δεν ήταν ενιαίος, με την κατάσταση να απλοποιείται με το ναι της κ. Μπακογιάννη στην κορυφαία επιλογή της ψήφισης ή μη του Μνημονίου και τη μετέπειτα δημιουργία κόμματος, ενώ υπήρχε λεπτή ισορροπία, όσον αφορά στον απογαλακτισμό από τις κακές πλευρές του κυβερνητικού παρελθόντος, με ένα τμήμα της κοινωνίας να έχει αρνητικές εμπειρίες και μνήμες και την πλευρά όσων στελεχών μας είχαν κυβερνητικές θέσεις, φυσιολογικά να αποζητούν τη στήριξη.
Δεύτερη φάση
Η δεύτερη φάση της ηγεσίας Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2010, όταν για πρώτη φορά ο Πρόεδρος της ΝΔ απευθύνθηκε σε συνθήκες μεγάλης τηλεοπτικής δημοσιότητος προς τους πολίτες και τους εξήγησε τις θέσεις της Νέας Δημοκρατίας για την οικονομία της χώρας, κάνοντας διακριτή την αντίθεσή του με τα κυβερνητικά μέτρα και αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει άριστα τα οικονομικά θέματα.
Έπειτα, τόσο κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όσο και μετά το αποτέλεσμά τους, έγινε σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία πέρασε τον πολιτικό «κάβο» και ότι η κοινωνία άρχισε να ακούει και πάλι τον πολιτικό της λόγο.
Η σχέση της μάλιστα με την κοινωνία, ενδυναμώθηκε περισσότερο ως αποτέλεσμα της πλήρους αποτυχίας των πολιτικών του μνημονίου, της κυβερνητικής αδυναμίας να βάλει τη χώρα σε αναπτυξιακή προοπτική και της ανάγκης να συνταχθεί το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής με μέτρα ακόμα πιο επώδυνα από εκείνα του Μνημονίου.
Η Νέα Δημοκρατία, δυστυχώς δικαιώθηκε για την άρνησή της να ψηφίσει το Μνημόνιο και ταυτόχρονα με την υποβολή των προτάσεων στο Ζάππειο ΙΙ έδειξε ότι διαθέτει και εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
Τρίτη φάση
Στο σημείο αυτό, πιστεύουμε ότι άρχισε η τρίτη φάση της ηγεσίας Σαμαρά, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, με τα βλέμματα της κοινωνίας στραμμένα πλέον επάνω στη ΝΔ, τους πολίτες να πείθονται ευκολότερα από τις θέσεις της και να τις δίνουν μεγάλο δημοσκοπικό προβάδισμα.
Αυτή, λοιπόν, είναι η ώρα για επεξεργασία και προβολή προτάσεων και θέσεων για όλα τα θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, τόσο σε γενικό όσο και σε τοπικό πλαίσιο.
Αυτή είναι επίσης η ώρα για τη σταδιακή ανάδειξη πολλών νέων προσώπων που ως φορείς φρέσκων ιδεών και απόψεων, χωρίς εξαρτήσεις από το κυβερνητικό παρελθόν, θα κληθούν να πάρουν επάνω τους το επικοινωνιακό βάρος με στόχο την αύξησης της επιρροής του κόμματος. Κοντά σ’ αυτούς, θα βρεθούν βέβαια και όσα πρόσωπα με ικανότητες αναδείχθησαν κατά την κυβερνητική περίοδο και δεν βαρύνονται στη συνείδηση των πολιτών με μεγάλα λάθη και παραλείψεις.
Τέταρτη φάση
Τέλος, η τέταρτη φάση που έρχεται, συμπιεσμένη πολύ, βέβαια, χρονικά, λόγω των επικείμενων εκλογών, θα μεταφράσει όλη την προηγούμενη δυναμική σε πρόθεση ψήφου για τις εθνικές εκλογές και απαιτεί την εμφάνιση ηγετικής ομάδος, όχι μόνο με θέσεις, αλλά και με προτάσεις για ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, υπό τη μορφή επεξεργασμένων νομοσχεδίων, προερχόμενων από διαβούλευση και βαθειά μελέτη, μέσω επιτροπών αποτελουμένων από πολιτικούς και τεχνοκράτες.
Κανένα κόμμα έως σήμερα στην Ελλάδα δεν τόλμησε να κάνει βέβαια κάτι ανάλογο, φοβούμενο τις αντιδράσεις, διότι με μία παρόμοια πρακτική σίγουρα «κάποιους θα αφήσεις και με κάποιους θα πορευθείς» και σύμφωνα με τους όρους της παλαιάς πολιτικής καλύτερα είναι να κρύβεσαι πίσω από γενικόλογες αναφορές παρά να είσαι σαφής και ξεκάθαρος.
Οι καιροί όμως άλλαξαν, οι πολίτες απαιτούν νέα νοοτροπία και νέα πολιτική συμπεριφορά.
Η ελληνικότητα και οι παρεξηγημένες έννοιες
Οι έννοιες πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια, αποτελούν σημαντικά διαχρονικά θεμέλια του Ελληνισμού και αποκτούν σήμερα ιδιαίτερη σημασία με το παγκοσμιοποιημένο μοντέλο ανάπτυξης να ταρακουνιέται συθέμελα, την οικονομική κρίση να έχει έρθει στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τίθεται σε νέα βάση.
Η βάση αυτή αναγνωρίζει σταδιακά, μακριά από ακρότητες και φανατισμούς, τις ιδιαιτερότητες κάθε λαού, προβάλλει τα εθνικά του χαρακτηριστικά και βρίσκεται απέναντι από τις απόψεις που πρεσβεύουν ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο ευρωπαϊκό κοστούμι μέσα στο οποίο οφείλουν να χωρέσουν όλοι οι λαοί.
Με αφετηρία τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν πολιτικά πολλά χρόνια πριν οι προαναφερθείσες έννοιες, δέχονται ακόμη και σήμερα, ειδικά οι δύο πρώτες, μια μεγάλη επίθεση η οποία αναγκάζει τις υποστηρικτικές τους φωνές να οπισθοχωρούν συνεχώς, αμυνόμενες εμπρός στην ενεργοποίηση αρνητικών αντανακλαστικών στους περισσότερους κεντροαριστερούς πολίτες και σε ένα μεγάλο τμήμα, της ούτως ή άλλως, αριστερίζουσας στην πλειοψηφία της, ελληνικής διανόησης.
Δεκάδες είναι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι καλλιτέχνες που έμμεσα ή άμεσα προσπάθησαν ή προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο αξιακός κώδικας, ο κρυβόμενος πίσω από την Ελληνικότητα είναι περιθωριακός, ενώ οι φορείς παρόμοιων ιδεών είναι στην καλύτερη περίπτωση συντηρητικοί και στη χειρότερη ακροδεξιοί.
Ως ένα βαθμό τους κατανοούμε, θεωρώντας βέβαια ότι τέτοιες συμπεριφορές, ενώ ήταν αναμενόμενες ή δικαιολογημένες, έως τη δεκαετία του ’80, με νωπές ακόμη τις μνήμες από τον εμφύλιο και τη δικτατορία, δεν έχουν πλέον καμία νομιμοποιητική βάση δεκαετίες αργότερα. Έτσι, ενώ παλαιότερα θα αναμέναμε την απόρριψη από την πλευρά των ηττημένων του Εμφυλίου των εννοιών τις οποίες η πλευρά των νικητών ανέδειξε ως ανάχωμα στη δική τους ιδεολογική επέκταση, σήμερα όλοι οι Έλληνες έχουμε υποχρέωση να τις απενοχοποιήσουμε, να τις απαγκιστρώσουμε από τα συμπλέγματα του παρελθόντος και να τις αποσυνδέσουμε από ανώμαλες περιόδους της ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Οι έννοιες αυτές περικλείουν αξίες λαμπρές και διαχρονικές και από εμάς εξαρτάται να τεθούν στην πραγματική σύγχρονή τους διάσταση, να αποσαφηνισθούν και να προβληθεί η σύνδεσή τους με την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Ως αποτέλεσμα θα έρθει φυσιολογικά μετά η αύξηση του αριθμού των υποστηρικτικών τους φωνών.
Πατριωτισμός (Εθνικισμός) – Κοσμοπολιτισμός (Παγκοσμιοποίηση)
Ως πατριωτισμό δεν εννοούμε, βέβαια, τον απλοποιημένο ορισμό της ανιδιοτελούς αγάπης για την πατρίδα, αλλά τη ζεστή συναισθηματική σχέση που αναπτύσσει ένα άτομο με ένα σύνολο, συγκροτούμενο από τα κοινά παραδοσιακά στοιχεία ενός τόπου.
Είναι ο συνεκτικός ιστός όσων ατόμων μετέχουν αυτού του κοινού τόπου και με την επίκληση, χρήση ή αξιοποίησή του, δημιουργείται η ατμόσφαιρα εκείνη η οποία επιτρέπει στους μετέχοντες να αναπτύξουν κοινή δράση, βασιζόμενοι σε ένα κοινό κώδικα αξιών.
Ο τρόπος, βέβαια, με τον οποίο προσεγγίζει σήμερα ο κάθε πολίτης τον πατριωτισμό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την οπτική γωνία που αντιμετωπίζει την παγκοσμιοποίηση.
Ως παγκοσμιοποίηση, θεωρούμε την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων και εταιριών σε διάφορα μέρη του κόσμου και αφορά στην οικονομία, την τεχνολογία, την κουλτούρα και την πολιτική.
Οι υποστηρικτές της την βλέπουν ως ωφέλιμη επικράτηση της ελευθερίας και του καπιταλισμού που οδηγεί σε πιο αποτελεσματική κατανομή του πλούτου. Οι πολέμιοί της θεωρούν ότι είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών και αντιτάσσουν τη δυνατότητα καθιέρωσης εναλλακτικών θεσμών και πολιτικών.
Βέβαια, υπάρχουν και οι ενδιάμεσες κατηγορίες. Π.χ. οι ακτιβιστές αντιτίθενται σε συγκεκριμένες πτυχές της παγκοσμιοποίησης.
Η συζήτηση όμως για τον πατριωτισμό, μοιραία οδηγεί και στην αποσαφήνιση της έννοιας του εθνικισμού, ενώ της παγκοσμιοποίησης μας αναγκάζει να προσεγγίσουμε και τον κοσμοπολιτισμό.
Ο εθνικισμός, λοιπόν, αποτελεί, κατά τον Νίκο Μουζέλη (Εφημερίδα Το Βήμα, 27-02-2011), τη διαδικασία ένταξης ενός εθνοτικού πληθυσμού στο εθνικό κέντρο μέσω ομογενοποίησης. Έλαβε χώρα κυρίως τον 19ο και τον 20ό αιώνα και πραγματοποιήθηκε με τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια προς το κέντρο και τη δημιουργία εθνικών ελίτ. Παραδείγματος χάριν, πριν την επανάσταση του 1821, η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική με βάση τη γλώσσα και τη θρησκεία και τοπικιστική. Με τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, περάσαμε από το εθνοτικό στο εθνικό.
Το φαινόμενο αυτό ατόνησε, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι πολίτες, στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων.
Ο κοσμοπολιτισμός, κατά τον Νίκο Κοτζιά (epirusgate.blogspot.com, 07-02-2011), έχει σχέση με την παγκοσμιοποίηση, διότι η τελευταία δημιουργεί κοινωνικές ομάδες που δεν θέλουν να περιορισθούν στον εθνικό χώρο και τα συμφέροντά τους αρθρώνονται υπερεθνικά. Πρόκειται για επιχειρηματίες, στελέχη επιχειρήσεων και πολιτικούς που ενδιαφέρονται για τον εθνικό χώρο ως πηγή άντλησης ισχύος για τον υπερεθνικό ανταγωνισμό. Είναι οι άνθρωποι που πιστεύουν σε μια υπερεθνική διακυβέρνηση. Αυτοί οι πολίτες του κόσμου, όπως αυτοαποκαλούνται, αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και αρκετές φορές διακρίνονται από ένα έντονο νεοπλουτισμό και υπερκαταναλωτισμό.
Βέβαια και εδώ υπάρχει απόδειξη ότι τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο, υπάρχει και ο κοσμοπολιτισμός ο ανθρωπιστικός που επικεντρώνεται σε ανθρώπινα προβλήματα (π.χ. Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Greenpeace κ.λπ.).
Συνταγματικός Πατριωτισμός – Μετανάστευση
Δημιούργημα του κοσμοπολιτισμού είναι, σε μεγάλο βαθμό ο νέος πατριωτισμός, ο οποίος κατά τον Ν. Αλιβιζάτο, θεωρεί ως θεμέλιο του έθνους, την προσχώρηση του λαού κάθε χώρας στις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης. Πρόκειται δηλαδή για έναν συνταγματικό πατριωτισμό του πολίτη.
Είναι, συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον επικοινωνιολόγο Γιάννη Κολοβό (περιοδικό Patria, Μάιος 2009), η σύνδεση της έννοιας του Έλληνα, με την έννοια της επικράτειας του Ελληνικού Κράτους, χωρίς κάποιο άλλο κοινό συνδετικό στοιχείο, χωρίς μία κοινότητα καταγωγής και κοινών πολιτισμικών συνιστωσών.
Η παραπάνω σύνδεση, αποτέλεσε και τη βάση της δημιουργίας του ισχύοντος μεταναστευτικού νόμου που διευκολύνει την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας και έχει στον πυρήνα της την παρακάτω άποψη του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιάννη Βούλγαρη:
«Ποιους, όμως, θεωρούμε Έλληνες πολίτες; Και είναι αρκετό πλέον στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τα δικαιώματα να θεμελιώνονται μόνο υπό το πρίσμα της εθνικής φιλελεύθερης δημοκρατίας; Η αντιμετώπιση των δικαιωμάτων μέσα από το πρίσμα της εθνοτικής ομοιογένειας οδηγεί στην παραβίαση των δικαιωμάτων των εγχώριων εθνικών και θρησκευτικών μειοψηφιών, των μεταναστών και των ξένων. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστεύσεων και της συνύπαρξης με ανθρώπους διαφορετικής φυλής, εθνικότητος και πολιτισμού, η ελληνική δημοκρατική πολιτεία χρειάζεται να κατακτήσει και να εξοικειωθεί με μία νέα γενιά δικαιωμάτων τα οποία να αντιστοιχούν στην πολυπολιτισμική σύσταση που αποκτά η κοινωνία μας».
Παράλληλα, όπως συνεχίζει ο Γιάννης Κολοβός, κινείται και η άποψη του Pierre van den Berghe του Πανεπιστημίου της Washington, ο οποίος αναφέρει ότι «η έννοια της πολυπολιτισμικότητος, όπως χρησιμοποιείται από τους μεταεθνικούς κοσμοπολίτες, υπονοεί ότι ο αυτόχθων πληθυσμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας από τους πολλούς πολιτισμούς, μία μειονότητα μεταξύ των μειονοτήτων και προκειμένου να συνδυασθεί με επιτυχία η πολυπολιτισμικότητα με τη δημοκρατία, θα πρέπει να αποεθνοποιηθεί το κράτος».
Φυσικά, απέναντι σε παρόμοιες θέσεις, υπάρχουν και άλλες τις οποίες και εμείς υποστηρίζουμε, που υπερασπίζουν την έννοια του έθνους και μεταξύ αυτών ξεχωρίζουμε εκείνες των καθηγητών του Παντείου Πανεπιστημίου, Χρήστου Γιανναρά και Γιώργου Κοντογιώργη, του γνωστό μας καθηγητή του Harvard, Samuel Huntington και του πολιτειολόγου Κώστα Ζουράρι.
Ο Χρήστος Γιανναράς αναφέρει ότι: «Το να είσαι σε μια συλλογικότητα με μεγαλύτερη ή μικρότερη ως τώρα διαδρομή στην ανθρώπινη ιστορία, σημαίνει ότι ανήκεις σε μια γλώσσα, σε μια συνείδηση κοινού παρελθόντος, σε κοινή νοοτροπία, κοινό θησαύρισμα πείρας που παραδίνεται από γενιά σε γενιά και διαμορφώνει συνήθειες, ένα κοινό ήθος, περίπου συλλογικό χαρακτήρα».
Ο Γιώργος Κοντογιώργης πιστεύει ότι «το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στην πολυπολιτειακή συγκρότηση του κράτους» και αυτό θα συμβεί γιατί «το κυρίαρχο έθνος βρίσκεται αντιμέτωπο με τη δηλωμένη βούληση του εθνοτικού (πολιτιστικού, γεωγραφικού κ.λπ.) «άλλου» να αναγνωρισθεί το πολιτισμικό του ιδίωμα και, συνεπώς, να υποστασιοποιηθεί πολιτικά ή να μετάσχει ισότιμα στη διαμόρφωση του λεγόμενου δημόσιου χώρου. Το αίτημα αυτό συνεπάγεται την πολυπολιτειακή συγκρότηση του κράτους και, συνακόλουθα, το διαζύγιό του από την εκλεκτική του συνάφεια με ένα και μοναδικό έθνος».
Ο Huntington υποστηρίζει ότι «είναι μάλλον απίθανο να βρίσκουν οι άνθρωποι στις πολιτικές αρχές εκείνες τις βαθιές συγκινήσεις και το περιεχόμενο που παρέχει η φιλία, η συγγένεια, το αίμα και η αίσθηση του ανήκειν, η κουλτούρα και η εθνικότητα. Αυτές οι εξαρτήσεις μπορεί να έχουν ελάχιστη ή και καθόλου βάση στην πραγματικότητα, όμως ικανοποιούν μία βαθιά ανθρώπινη λαχτάρα για συμμετοχή σε μία κοινότητα νοήματος». Μάλιστα, προβλέπει ότι «μία πολυπολιτισμική Αμερική θα γίνει με τον καιρό μία Αμερική με πολλά πολιτικά Πιστεύω, με ομάδες που θα έχουν διαφορετικές κουλτούρες οι οποίες θα ενστερνίζονται διαφορετικές πολιτικές αξίες και αρχές ριζωμένες σε αυτές τις διαφορετικές κουλτούρες».
Τέλος, ο Ζουράρις υπενθυμίζει ότι: «Υπάρχει ένας μέγιστος πολιτικός νόμος του Θουκυδίδη: «Ισόψηφοι όντες και ουχ ομόφυλοι, έκαστος το εφ’ εαυτόν σπεύδει». Η δημοκρατία (ισόψηφοι όντες) προϋποθέτει την ομοιογένεια και την ομογένεια, γιατί αλλιώς έκαστος το εφ’ εαυτόν σπεύδει. Άρα η δημοκρατία λειτουργεί με ομόφυλο. Το πολυπολιτισμικό δημιουργεί γκέτο και ζει ο καθένας στο γκέτο του. Η ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων είναι στοιχείο ανεπαρκέστατο για συγκρότηση κοινωνίας. Γίνεται ένα σκορποχώρι όπου καθένας για το εφ’ εαυτόν σπεύδει».
Την προαναφερθείσα ιδεολογική αντιπαράθεση, λοιπόν, είδαμε να αναδεικνύει περίτρανα ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, στη συζήτηση για την ψήφιση του Μεταναστευτικού νόμου. Μεταξύ άλλων σημείωσε ο Αντώνης Σαμαράς:
«Είναι διαφορά ιδεολογίας και δεν θέλω η αντίθεσή μου να περιγράφεται από ορισμένους ότι έχει ρατσιστικά κριτήρια. Αντίθετα είναι ισορροπημένη. Πιστεύω, λοιπόν, ότι τα παιδιά νόμιμων μεταναστών που γεννιούνται εδώ, θα παίρνουν το δικαίωμα της ιθαγένειας όταν ενηλικιωθούν. Αλλά για να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα θα πρέπει, πρώτον, να διαλέξουν ανάμεσα στην ελληνική και την ιθαγένεια της χώρας καταγωγής των γονιών τους. Και δεύτερον, θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει τα χρόνια της 9χρονης εκπαίδευσης που είναι υποχρεωτική για όλα τα ελληνόπουλα. Με το που γεννιούνται τα παιδιά των μεταναστών θα παίρνουν το δικαίωμα, αλλά θα το ασκούν στην ενηλικίωσή τους, με ελάχιστες προϋποθέσεις και χωρίς η ιθαγένειά τους να «συμπαρασύρει» την πολιτογράφηση των γονιών τους από την αρχή.
Τέλος, η Ελλάδα δεν έχει πλέγματα και συμπλέγματα φυλετικής καθαρότητας. Είναι -και υπήρξε πάντα- ιστορική κοινότητα Παιδείας και Πολιτισμού. Ενσωματώνει όσους ξένους μπορεί να αντέξει ομαλά, μέσα από τη σταδιακή τους ένταξη στην Παιδεία και τον Πολιτισμό της. Αλλά δεν ενσωματώνει τους πάντες.»
Υπερασπιζόμενος, μάλιστα, τις ίδιες απόψεις όταν τον Ιούνιο του 2011 συζητούσε τηλεφωνικά με τον κ. Παπανδρέου την πιθανότητα συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας, ζήτησε ως προϋπόθεση την απόσυρση του μεταναστευτικού νόμου που δεν δημιουργεί απλώς περισσότερους ανέργους, όπως πολύ απλοϊκά θεωρούν πολλοί, αλλά αλλάζει και την έννοια του «Έλληνα».
Όπως προκύπτει, τέλος, από το παρόν κεφάλαιο, ο νέος πατριωτισμός είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που θέλουν να παρουσιάσουν πολλοί υποστηρικτές του και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση με την απαίτηση κινητοποίησης όλης της ελληνικής κοινωνίας για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης.
Θρησκεία – Ορθοδοξία
Η ορθοδοξία αποτελεί ελληνικό, εθνικό χαρακτηριστικό και ως φιλοσοφικό ρεύμα ζει και επεκτείνεται εδώ και αιώνες, δημιουργεί για τον Έλληνα μια πρόταση ζωής με τα «μη» και τα «πρέπει», με τις αξίες και τα ιδανικά της και τον βοηθά με τις διδαχές της, να ανταποκρίνεται σε δύσκολες καταστάσεις. Η ορθόδοξη, λοιπόν, πίστη είναι ένα χρήσιμο «εργαλείο» ζωής και σαν τέτοιο πρέπει να αναδειχθεί αντιμετωπιζόμενη ως επωφελές για της ζωή μας στοιχείο και όχι ως περιθωριακή δραστηριότητα, παρωχημένη συνήθεια ή έθιμο.
Η ορθοδοξία μέσα από την ιστορική της διαδρομή, έχει αναδειχθεί επίσης σε μία κοιτίδα πολιτισμού, με έκφραση στη λογοτεχνία (πατερικά κείμενα), την ποίηση (ψαλμοί), τη μουσική (ψαλμωδίες), την αρχιτεκτονική (ναοδομία) και τη ζωγραφική (αγιογραφία, τοιχογραφία).
Ταυτόχρονα με την ύπαρξη των Πατριαρχείων της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης έχει μεγάλη συμμετοχή στη διάδοση της παιδείας και του πολιτισμού μας, αποτελώντας ένα σημαντικό προγεφύρωμα για όλους τους Έλληνες.
Η μεγάλη, λοιπόν, αυτή συμβολή της δεν πρέπει να επισκιάζεται από την τάση ορισμένων ιεραρχών να κάνουν πολιτική ούτε από τις λεκτικές υπερβολές με τις οποίες επενδύουν πολλές φορές τους λόγους τους, υπερβολή που χωρίς λόγο επικαλύπτει την αξιέπαινη προσπάθειά τους να στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις ότι περικλείεται στον όρο Ελληνικότητα.
Βέβαια, και η ίδια η εκκλησία πρέπει να προχωρήσει σε μια αυτοκριτική για τις περιόδους εκείνες που προσκολλημένη η ηγεσία της σε αναχρονιστικές αντιλήψεις, πάλεψε με μανία οτιδήποτε ήταν έξω από τη σφαίρα επιρροής της και ήταν φορέας προοδευτικότητος και νέων ιδεών.
Και οι πολιτικοί όμως οφείλουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να μην βρίσκονται δίπλα ή απέναντι στην εκκλησία ανάλογα με τις πολιτικές τους σκοπιμότητες, ενώ θέματα όπως ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από την ελληνική πολιτεία είναι απαραίτητο να μελετηθούν πολύ καλά, υπό το πρίσμα πάντα της ιδιαίτερης ανά τους αιώνες σχέσης που έχουν αναπτύξει, μία σχέση αποτελούσα κύριο συστατικό αυτού που ονομάζουμε Ελληνικό Κράτος.
Η αξιοποίηση επίσης της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν μπορεί να αποτελεί «ταμπού» και είναι η ώρα να ξεκινήσει ένας καλόπιστος και οργανωμένος διάλογος για τον τρόπο που θα γίνει. Η αξιοποίηση αυτή πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας, χωρίς όμως να αφαιρέσει από την Εκκλησία τους απαραίτητους για τη λειτουργία αλλά και το φιλανθρωπικό της έργο πόρους.
Βέβαια, η εστίαση στην Ορθόδοξη Ελληνική Πίστη σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αγνοούμε τη συμμετοχή στην «Ελληνικότητα» και των υπολοίπων θρησκευτικών δογμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα και τα οποία έχουν με τη σειρά τους επηρεάσει διαχρονικά τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Οικογένεια
Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο η ελληνική οικογένεια παραδοσιακά κρατά κοντά τα μέλη της, πιστεύουμε ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη συνεισφορά της στη λεγόμενη Ελληνικότητα.
Η σχέση των γονιών με τα παιδιά σε όλες τις ηλικιακές περιόδους είναι κατά κανόνα εξαιρετικά συμπαγής χωρίς να παραγνωρίζουμε τις ευθύνες της στη δημιουργία αρκετών προβλημάτων, οφειλομένων στις προκύπτουσες καταναγκαστικές ενδοοικογενειακές δεσμεύσεις.
Το οικογενειακό όμως πλέγμα προστασίας είναι για τα μέλη της περισσότερο σημαντική ανάγκη, ιδιαίτερα σήμερα με την οικονομική κρίση στο απόγειο και είναι αυτό που βοηθά ώστε μεγάλο τμήμα σήμερα του ελληνικού πληθυσμού να είναι αγανακτισμένο και όχι απελπισμένο, στηριζόμενο ορισμένες φορές στη σύνταξη των παππούδων, στη βοήθεια των αδερφών ή στην ιδιοκατοίκηση με σπίτι αγορασμένο από τους γονείς.
Η ελληνική οικογένεια, λοιπόν, της οποίας ακόμα και οι υπάρχουσες ενοχικές συμπεριφορές καταλήγουν αρκετές φορές να έχουν εξυγιαντικό περιεχόμενο, βλέπουμε να είναι περισσότερο ισχυρή σε όλες τις διαστρωματώσεις της αστικής τάξης και οφείλουμε να την προστατέψουμε με κατάλληλες πολιτικές, αλλά και να την αναδείξουμε ως θετικό κοινωνικό στοιχείο.
Μέσα σ’ ένα πλήρως ατομοκεντρικό κοινωνικό περιβάλλον, οι νέοι έχουν ανάγκη από άγκυρες ικανές να τους δένουν με τη ζωή και η ελληνική οικογένεια, παρά τις υπερβολές της, μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, δημιουργώντας, με όπλο την ελληνική παράδοση, το κατάλληλο πλαίσιο ασφαλείας.
Την ελληνική οικογένεια οφείλει λοιπόν να βοηθήσει η πολιτεία με πολιτικές υποστήριξης της μητρότητος, διασφάλισης ελεύθερου χρόνου, ενίσχυσης της τεκνοποίησης, κινήτρων για την κοινή στέγη νέων ζευγαριών, λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών και φοιτητική στέγαση.
Ενισχύοντας την ελληνική οικογένεια, διασφαλίζουμε τις κυριότερες προϋποθέσεις για κοινωνική ανάπτυξη.
Σύγχρονος πατριωτισμός – Ο ρόλος της μεσαίας τάξης
Σήμερα, μετά την κατάρρευση του οικονομικού μοντέλου του βασιζόμενου στην πλήρη και ασύδοτη κυριαρχία των αγορών, έρχονται πλέον, όσοι κατηγορούσαν τις απόψεις για ενίσχυση της Ελληνικότητος, να μιλήσουν για έναν αναγκαίο «νέο πατριωτισμό», ικανό να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση.
Δεν κατανοούν όμως ότι η αγάπη για την πατρίδα μπολιάζεται στη συνείδηση των λαών με το πέρασμα των χρόνων και παραγνωρίζουν ότι τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία ενεργούσαν συνεχώς προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ως συνοδοιπόρους συναντήσαμε στην προσπάθεια αυτή ένα μεγάλο τμήμα της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς και ένα τμήμα της δεξιάς, το οποίο δεχόμενο να αποκαλείται «φωτισμένο», έπεφτε σε μία μεγάλη επικοινωνιακή παγίδα με στόχο την κυριαρχία των αριστερών ιδεών στην ελληνική κοινωνία.
Σε κάθε όμως περίπτωση τους καλωσορίζουμε όλους με χαρά, αν και πρέπει να τους υπενθυμίσουμε ότι ο πλέον δόκιμος όρος που πρέπει να χρησιμοποιούν είναι ο σύγχρονος πατριωτισμός, ώστε να μπορεί να διακρίνεται από τον νέο ή συνταγματικό πατριωτισμό, τον οποίο περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Ταυτόχρονα, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι βασικά στοιχεία του Σύγχρονου Πατριωτισμού πρέπει να είναι η συνειδητοποίηση από όλους τους Έλληνες, του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η παγκόσμια κοινότητα και η προσπάθεια για εξωστρεφή και ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας μας, με βάση ένα, όσο τον δυνατόν μακροπρόθεσμο, εθνικό σχεδιασμό που θα λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
Επισημαίνουμε, όμως, παράλληλα ότι, ο κύριος εκφραστής αυτού του «σύγχρονου πατριωτισμού» μπορεί να είναι κυρίως η μεσαία τάξη. Άλλωστε, η υλοποίηση μιας τέτοιας οραματικής προσπάθειας αποτελεί πρωτοπορία και πιστεύουμε ότι η μεσαία τάξη στην Ελλάδα, έχει μέσα της διαχρονικά, τα απαραίτητα, για να προπορεύεται στοιχεία. Αντίθετα, τα χαμηλά εισοδήματα, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, δίνουν αγώνα επιβίωσης, ενώ τα πολύ υψηλά, έχουν ήδη μέσα στο DNA τους αναπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό έναν ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό και έτσι πολύ δύσκολα θα συνταχθούν στη νέα προσπάθεια.
Η μεσαία τάξη, όμως, βλέπει ευρύτερα και αποτελεί εδώ και δεκαετίες το στήριγμα της ελληνικής κοινωνίας, απορροφώντας τις εντάσεις και δίνοντας τις μάχες της «Ελληνικότητος». Επιπλέον, διαθέτει σε σημαντικό βαθμό έναν αξιακό κώδικα, τον οποίο έχει απόλυτη ανάγκη σήμερα η οικονομική και γενικά η δημόσια ζωή, χωρίς να παραγνωρίζουμε φυσικά ότι μετέχοντας στο γενικότερο κλίμα της «δανεικής ευφορίας» ενδημούν και σ’ αυτήν αρνητικά φαινόμενα.
Νεολαία – Κοινωνική ανάδειξη
Στο κεφάλαιο Σιωπητήριο ιδεών αναφερθήκαμε και στο θέμα της σημασίας της προσπάθειας για κοινωνική ανάδειξη, το οποίο αν συνδυασθεί με την άποψή μας για την Ελληνική οικογένεια, κάλλιστα μπορεί να μας οδηγήσει σε μια φιλελεύθερη και αισιόδοξη αντιμετώπιση των προβλημάτων της σημερινής νεολαίας, κλείνοντας έτσι το κεφάλαιο με τις παρεξηγημένες έννοιες.
Άλλωστε, καταγράφοντας προηγουμένως τις απόψεις μας για τη σημασία της ελληνικής οικογένειας, στο τέλος αναφερθήκαμε στους νέους, οι οποίοι είναι απογοητευμένοι από τις επικρατούσες δύσκολες οικονομικές και επαγγελματικές συνθήκες και διακατέχονται από μια τάση απομυθοποίησης των πάντων. Πιστεύουμε όμως ότι ειδικά σήμερα με τον ανταγωνισμό να είναι σκληρός και με επιτακτική την ανάγκη να παράγουν κάτω από πίεση για να ικανοποιήσουν κοινωνικές απαιτήσεις ισχυρότερες, οι νέοι είναι απαραίτητο να έχουν πίστη στις δυνάμεις τους και να είναι έτοιμοι για σκληρή δουλειά.
Όσοι μάλιστα σπουδάζουν, οφείλουν να γνωρίζουν ότι στα φοιτητικά χρόνια γίνεται απλώς η επαφή με το επιστημονικό αντικείμενο, μια επαφή που για να οδηγήσει στην επιτυχία πρέπει να συνδυάζεται με αυτοπεποίθηση, όραμα, εργατικότητα και φιλοδοξία, όπως απέδειξε μια παλαιότερη έρευνα στις ΗΠΑ με συμμετοχή στελεχών από τον κόσμο των αμερικάνικων επιχειρήσεων.
Οι ερωτήσεις αφορούσαν στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των επιτυχημένων managers και την πρώτη θέση στο σχετικό κατάλογο κατέλαβε, η αυτοπεποίθηση και ακολούθησαν η εργατικότητα, η υπομονή, η γνώση του αντικειμένου και τελευταία η ευφυΐα, αποδεικνύοντας ότι η επιτυχία δεν συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με πρωτιές στα IQ τεστ, αλλά με συγκερασμό πολλών άλλων ιδιοτήτων.
Μια τέτοια ιδιότητα είναι και το προσωπικό όραμα που αποτελεί πολύτιμο σύντροφο μιας επιτυχημένης καριέρας αν και ηχεί ως έννοια βαρύγδουπα, συνδεδεμένο συνήθως με προσπάθειες ηγετών. Αποκτά όμως σημαντική υπόσταση αν αναλογισθεί κανείς ότι κάθε άνθρωπος είναι ηγέτης της προσωπικής του ζωής και με τις αρετές και τα χαρίσματά του βρίσκεται στο κέντρο όλων των προσπαθειών και μπορεί να αντιστρέψει ακόμη και τις πιο αντίξοες εξωτερικές συνθήκες.
Άλλη έννοια, παρεξηγημένη ίσως, είναι η φιλοδοξία, συγχεόμενη πολλές φορές σκοπίμως με τη ματαιοδοξία, ενώ έχει τελείως διαφορετικό νόημα και επικεντρώνεται στην εσωτερική αγαλλίαση που προσφέρει και όχι σε ένα ενδιαφέρον για την εξωτερική λάμψη της δύναμης.
Μετά έρχεται η εργατικότητα που φθάνει στο σημείο να ξεπερνά την ευφυΐα, φυσιολογική εξέλιξη άλλωστε σήμερα με τον επαγγελματικό ορίζοντα στενό και τις ευκαιρίες συνεχώς λιγότερες.
Τέλος, η ευρύτερη γνώση είναι εκείνη που δίνει την απαραίτητη εσωτερική ισορροπία και εμπνέει την αγάπη για το αντικείμενο αλλά και το πάθος για τον άνθρωπο, κύριο αποδέκτη κάθε δημιουργίας.
Βέβαια, δεν παραγνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία δεν ευνοεί την άμιλλα, τον ανταγωνισμό και τη διατήρηση υψηλών προσωπικών στόχων. Ταυτόχρονα, οι επιλογές μετά τη λήψη του πτυχίου είναι ελάχιστες και το φάσμα της ανεργίας ή της υποαπασχόλησης μειώνει τα περιθώρια εσωτερικής ισορροπίας.
Οι νέοι όμως πρέπει να αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν ότι αν και η ελληνική κοινωνία ήταν ανέκαθεν χαμηλών οριζόντων και λίγων ευκαιριών, από αυτή ξεπήδησαν πολλοί επιτυχημένοι και δακτυλοδεικτούμενοι. Σήμερα απλά το τίμημα της επιτυχίας είναι υψηλότερο και όποιος αναρωτηθεί αν αξίζει να το καταβάλλει οφείλει να γνωρίζει ότι η απάντηση εξαρτάται πάντα από την ιδιοσυγκρασία του ίδιου και ότι μόνο όσοι απαντήσουν θετικά έχουν την πιθανότητα να την κατακτήσουν.
Προσφυγικός ελληνισμός: Υπομονή-Επιμονή-Προσπάθεια
Ο προσφυγικός ελληνισμός, την προσφορά του οποίου στην ελληνική οικονομία παρουσιάζουμε στο κεφάλαιο αυτό, αποτελεί χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα για το πώς κάτω από τις πιο δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, μπορούν να υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης και προόδου.
Η Μικρασιατική καταστροφή, γράφει συγκεκριμένα ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυνθινός, «υπήρξεν η τελευταία φάσις του υπερπόντιου Ελληνισμού. Υπό τα ερείπιά της ετάφησαν αι Ιωνικαί και Ποντιακαί αποικίαι, αι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το μέγα εκπολιτιστικόν έργο του Βυζαντίου, η θαυμασία αντίστασις και το αφανές κατόρθωμα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας».
Ταυτόχρονα όμως ο προσφυγικός ελληνισμός συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η Ελλάδα -μια Βαλκανική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του 1920- να αναπτύξει εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες με τη Δύση, κρατώντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με την Ανατολή.
Πριν το 1922 οι ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας ήλεγχαν το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους, το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχαν υπό την κατοχή τους το 46% των τραπεζών. Μετά τον ξεριζωμό, αυτή η τεχνογνωσία μεταφέρθηκε ως «προίκα» στην Ελλάδα.
Το προσφυγικό στοιχείο διέθεσε στην αδύναμη ελληνική οικονομία ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση και «δυτικές» αντιλήψεις. Τα αποτελέσματα φάνηκαν από νωρίς και τη δεκαετία 1922-1932 καταγράφηκε διπλασιασμός των Ελληνικών βιομηχανικών μονάδων. Ως παραδείγματα παραθέτουμε την ανάπτυξη του κλάδου της ταπητουργίας ο οποίος ήταν άγνωστος πριν το 1922, την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1931, τη λειτουργία κλωστοϋφαντουργικών μονάδων καθώς και την παραγωγή αλευροβιομηχανικών προϊόντων.
Η θετική επίδραση των προσφύγων στην οικονομία της χώρας μας περιγράφεται στην έκθεση του τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρου Διομήδη, με τίτλο «Πεπραγμένα της χρήσεως του 1924». Γράφει συγκεκριμένα : «Εις όλους τους κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητος, τα απασχολούμενα κεφάλαια εμφανίζουν ουσιώδη αύξησιν. Εμπόριον, βιομηχανία, γεωργία, οικοδομική εκινήθησαν ζωηρώς εις το κέντρον και τας επαρχίας, ιδιαίτερα δε εν Μακεδονία. Ο προσφυγικός κόσμος, όστις μέχρις εσχάτων ακόμη απετέλει βαρύ καθήκον, αρχίζει να μεταβάλλεται εις ενεργόν στοιχείον της παραγωγής, ωθούν ταύτην προς τα εμπρός, με ζήλον και δραστηριότητα…».
Πέρα από τη βιομηχανία, η προσφορά τους ήταν καταλυτική και στον αγροτικό τομέα. Αφενός η εγκατάσταση τους σε Μακεδονία και Θράκη θωράκισε τις παραπάνω περιοχές, αφετέρου συνέβαλε τα μέγιστα ώστε τη δεκαετία 1922-1931 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις να αυξηθούν κατά 50% και η γεωργική παραγωγή να διπλασιαστεί. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν νέες μέθοδοι παραγωγής, αναπτύχθηκαν καινούργιες καλλιέργειες, επεκτάθηκαν εκείνες του καπνού και του βαμβακιού, βελτιώθηκαν ποσοτικά η κτηνοτροφία και η πτηνοτροφία, αναπτύχθηκαν η δενδροκομία και η αλιεία.
Το επιβεβαιώνει άλλωστε αξιολόγηση της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων της εποχής, σύμφωνα με την οποία «παντού, όπου έχουν εγκατασταθεί πρόσφυγες, οι καλλιέργειες αρχίζουν να διαφοροποιούνται, να ποικίλουν». Ιδιαίτερα για τη Μακεδονία γίνεται λόγος για μια «σιωπηλή επανάσταση» όπου «η γεωργία διατέλει μέχρι πρότινος σε πρωτόγονον κατάστασιν».
Η προσφορά του προσφυγικού ελληνισμού δεν σταματά, βέβαια, στη βιομηχανία και τη γεωργία. Εκατοντάδες επιστήμονες και άνθρωποι του πνεύματος συνέβαλαν στην ανάταση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της νεότερης Ελλάδας.
Η επιρροή του επίσης στην καθημερινότητα ήταν διαρκής, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Πολίτικη και Σμυρναίικη κουζίνα και τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στη χειραφέτηση των υπόλοιπων Ελληνίδων, με την απόφαση των γυναικών προσφύγων να εργασθούν για να στηρίξουν οικονομικά τις οικογένειές τους.
Ο προσφυγικός ελληνισμός πρόσφερε λοιπόν στην ελληνική οικονομία την ώθηση που της έλειπε, ενώ λειτούργησε ταυτόχρονα και ως «ατμομηχανή» στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κράτους.
Όλοι εμείς τέλος, οι έλκοντες την καταγωγή από την Μικρά Ασία, οφείλουμε να περάσουμε τις δικές μας αξίες, ορισμένες από τις οποίες είναι αυτές της υπομονής, της επιμονής και της προσπάθειας, στις επόμενες γενιές, συμβάλλοντας και με τον τρόπο αυτό στην πρόοδο και την ανάπτυξη της πατρίδας μας.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν εντός του πλαισίου το οποίο τα δημιούργησε»
Albert Einstein ( 1879-1955)
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
Με την ύφεση στο απόγειο, η οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει την οικονομία, με όχημα την οποία ξεδιπλώνονται πάντα όλες οι επιμέρους πολιτικές (παιδεία, πολιτισμός, κοινωνική πρόνοια, άμυνα κ.λπ.).
Στην Ελληνική οικονομία κυριαρχούν όμως σήμερα το Μνημόνιο, η επικαιροποιημένη εκδοχή του που είναι το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα του πολυνομοσχεδίου, τα οποία αποτελούν πλέον για τους Έλληνες κύρια πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης, τόσο για τις αιτίες που επέβαλαν την ψήφισή τους, όσο και για την πλέον ικανή να μας οδηγήσει γρηγορότερα σε απεξάρτηση από αυτά, οικονομική πολιτική.
Όσοι βέβαια, συμμετέχουμε στο σχετικό δημόσιο διάλογο, οφείλουμε παράλληλα να έχουμε υπόψη και ένα άρθρο του New Republic με τίτλο «Η Ψευδοεπιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας», όπως έχει αναδημοσιευθεί στο Blog Antinews (06 Ιουλίου 2010) και από το οποίο προκύπτει ότι οι οικονομικές προβλέψεις είναι πάντα εξαιρετικά παρακινδυνευμένες και κρίνονται μόνο από το τελικό αποτέλεσμα.
Όσον αφορά τέλος την κυβέρνηση η αποτυχία όλων των οικονομικών της προβλέψεων σηματοδοτεί και την αποτυχία της οικονομικής της πολιτικής.
Η Ψευδοεπιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας
Σαν να μην έφταναν οι διαφορές πολιτικής που υφίστανται μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού, από τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής έως αυτά του περιβάλλοντος, τώρα έχουμε και μια διαφορά απόψεων σχετικά με την οικονομική πολιτική. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν να αγκομαχούν από την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και έπληξε πρωτίστως την Ελλάδα, γονατίζοντας παρολίγο και τη υπόλοιπη ευρωζώνη.
Ως αντίδραση, οι Ευρωπαίοι επέλεξαν τη παραδοσιακή οδό της οικονομικής «ακεραιότητας», προτάσσοντας ως θεραπεία για τα τεράστια χρέη τους την αύξηση των φόρων και τις περικοπές των δημοσίων δαπανών, σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, ικανό να «τρομάξει» τόσο τον διαπρεπή οικονομολόγο Paul Krugman, όσο και τον ίδιο τον πρόεδρο Ομπάμα. Θυμίζουμε πως η κυβέρνηση του δεύτερου έχει επιλέξει για εφαρμογή στις ΗΠΑ, την Κευνσιανή σχολή οικονομικής σκέψης, που θέλει την ύφεση να αντιμετωπίζεται με αύξηση της ρευστότητας και μείωση των φόρων. Στις συνεδριάσεις μάλιστα των G8 και G20, οι Αμερικανοί προειδοποίησαν τους Ευρωπαίους, χωρίς όμως αποτέλεσμα ότι η μέθοδος που ακολουθούν θα βαθύνει την ύφεση.
Έτσι βλέπουμε να γεννάται ένα ερώτημα που σπάνια τίθεται στο τραπέζι. Όχι για το ποιος από τους δυο έχει δίκιο, αλλά για το αν υπάρχει σωστό ή λάθος σε ζητήματα οικονομίας. Είναι άραγε τα οικονομικά επιστήμη;
Ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας David Cameron, έχει δηλώσει πως θα μειώσει το έλλειμμα «με τρόπο που θα δυναμώσει και θα ενώσει τη χώρα…». Αυτού του είδους οι «καλοσυνάτες» ρητορικές εξηγούν το πώς και γιατί οι Tories αποτελούν το μακροβιότερο και πλέον πετυχημένο πολιτικό κόμμα στην Ευρώπη, αλλά δεν αλλάζουν το γεγονός πως η εντολή που δόθηκε από τον Cameron προς τα Βρετανικά Υπουργεία είναι η δραστική περικοπή των δαπανών τους κατά 25%.
Ούτε αλλάζουν το γεγονός πως σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η αποπληθωριστική αυτή πολιτική οδηγεί στη καταστροφή. Άλλοι βέβαια διαφωνούν. Ο John Maynard Keynes έλεγε κάτι, ο Milton Friedman έλεγε το αντίθετο, και κάποιος άλλος οικονομολόγος έλεγε κάτι διαφορετικό και από τους δυο. Έτσι γίνονταν πάντα στην πολιτική οικονομία, από την εποχή του Adam Smith, και αργότερα του Karl Marx. Δεν μπορούν βέβαια να έχουν όλοι δίκιο. Άρα η «επιστήμη» τους δεν μπορεί να συγκριθεί με τη φυσική ή τη χημεία.
Οι οικονομολόγοι διαφωνούν σε πολλά. Διαφωνούν στη φύση της «ορθής κοινωνίας» και στο πως θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Διαφωνούν στο μέλλον της οικονομίας, και αυτό είναι κατανοητό. Όμως επίσης διαφωνούν τόσο για τη παρελθούσα οικονομία όσο και για τη… παρούσα! Αν δυο κριτικοί της όπερας είχαν διαφορετική άποψη για κάποια σοπράνο, αυτό ίσως να το κατανοούσαμε. Όμως αν ο ένας νόμιζε ότι άκουσε το Parsifal, και ο άλλος το Falstaff, τότε θα είχαμε ένα πολύ βαθύτερο επιστημολογικό πρόβλημα να αντιμετωπίσουμε.
Κάτι άλλο που διακρίνει ο αδαής περί τα οικονομικά, είναι το γεγονός πως όλα τα υπάρχοντα μοντέλα πολιτικής οικονομίας, λειτουργούν (κατά κάποιο τρόπο). Η αμερικανική ελεύθερη αγορά και επιχειρηματικότητα λειτουργεί, όπως λειτουργεί και η σουηδική σοσιαλδημοκρατία, ή όπως λειτουργεί το ιαπωνικό μοντέλο, κ.λπ. Ίσως θα πρέπει να λέμε πως τα μοντέλα αυτά «λειτουργούν» σε κάποιες περιπτώσεις μόνο, αφού τίποτα δεν είναι μόνιμο και διαρκές στην ανθρώπινη ιστορία. Ακόμη και η σοβιετική οικονομία λειτουργούσε για κάποιο διάστημα, αν και βασίζονταν στο αξίωμα: «προσποιούνται πως μας πληρώνουν, οπότε εμείς προσποιούμαστε πως εργαζόμαστε…». Το ίδιο επιτυχώς λειτουργούσε κάποτε και η οικονομία του Τρίτου Ράιχ, όπως είχε παραδεχτεί (με βαριά καρδιά) και ο John Maynard Keynes.
Σε τελική ανάλυση, έχουμε δώσει πολύ μεγάλη βαρύτητα και σεβασμό απέναντι στη «χαοτική επιστήμη» της πολιτικής οικονομίας, που βασίζεται σε «χρησμούς» διάφορων μάντεων. Είναι όμως σαν να εμπιστευόμαστε τους αστρολόγους. Έχουν πλάκα στη πρόβλεψη, αλλά είναι επιστήμονες;
Πώς φτάσαμε στην υπογραφή του Μνημονίου
Αν και εκ πρώτης όψεως η συζήτηση για τις αιτίες της δημοσιονομικής κατάρρευσης φαίνονται ανεπίκαιρες, πιστεύουμε ότι αποτελούν μια θαυμάσια πρώτη ύλη για να αντιληφθούμε τι πρέπει να αποφύγουμε στο μέλλον τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί και τα κόμματα.
Άλλωστε, χαρακτηριστική είναι η φράση του Άγγλου συγγραφέως Μάλκομ Μπράντμπερι που αναφέρει «Μην ξεχνάς ποτέ το παρελθόν. Μπορεί να το ξαναχρειαστείς στο μέλλον».
Από το 1981 έως την προηγούμενη κυβέρνηση
Η ιστορία αρχίζει τριάντα χρόνια πριν. Η νεόκοπη τότε Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ουσιαστικά η πρώτη μεταπολεμική Κυβέρνηση που δεν προέρχεται από το χώρο της Κεντροδεξιάς. Χρησιμοποιώντας μια αριστερή φρασεολογία έρχεται στην εξουσία υποσχόμενη «να κατεδαφίσει το κράτος της επάρατης δεξιάς» υπογράφοντας «συμβόλαιο με το λαό».
Χωρίς να βασίζεται στις αντοχές της ελληνικής οικονομίας ξεκινά, με σκοπό να εδραιώσει πολιτικά το ΠΑΣΟΚ, μια οικονομική και κοινωνική πολιτική, η οποία μοιράζει αφειδώς δανεικά χρήματα για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις και για δημιουργία εκατοντάδων δημοσίων οργανισμών στους οποίους διορίζει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ ως προσωπικό και κομματικά στελέχη ως διοικούντες.
Παράλληλα, έχοντας ως μέσο το δημόσιο χρήμα και όχημα τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, επιχειρεί να δημιουργήσει νέα επιχειρηματικά τζάκια. Η διακίνηση, βέβαια, πακτωλού εκατομμυρίων μέσω των δημοσίων προμηθειών, βοηθά αποτελεσματικά, ώστε σημαντικά ποσά να καταλήγουν στις τσέπες κομματικών αξιωματούχων κάθε επιπέδου.
Ταυτόχρονα στο Δημόσιο, το οποίο έχει πλήρως κατακτηθεί από το ΠΑΣΟΚ, δημιουργούνται οι συνδικαλιστικές συντεχνίες με κύριο σκοπό την αναπαραγωγή της εξουσίας τους, τη διαιώνιση των προνομίων όσων αντιπροσωπεύουν, αλλά και την εδραίωση της κομματικής τους ισχύος μέσα στην Ελληνική κοινωνία, εις βάρος πάντα του επιπέδου των προσφερομένων στους πολίτες υπηρεσιών.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε, όπως έχουμε εξηγήσει και σε προηγούμενο κεφάλαιο, ότι την εποχή εκείνη εγκαθίσταται το μεταπολιτευτικό οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στην αρχή ότι το κόμμα έρχεται στην κυβέρνηση, δανείζεται ως κράτος, σπαταλά ανεξέλεγκτα και αφού πλουτίσουν ορισμένα στελέχη του, μοιράζει τμήμα των δανεικών με πελατειακή νοοτροπία, δημιουργώντας οπαδούς, τους οποίους χρησιμοποιεί έπειτα για να διατηρηθεί στην εξουσία.
Τι να πρωτοθυμηθούμε άλλωστε από την εποχή εκείνη; Τα περίφημα εποπτικά συμβούλια για τη βιομηχανία, τον αλήστου μνήμης επενδυτικό νόμο 1262 που γέμισε την Ελλάδα με κουφάρια βιομηχανικών κτιρίων, την περιβόητη «μάχη της ντομάτας» εναντίον των μεσαζόντων, το «Τσοβόλα δώστα όλα», τους αμαρτωλούς αγροτικούς συνεταιρισμούς, το καθεστώς των συμβασιούχων, τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις στο δημόσιο ή τις μίζες που βαφτιζόταν δωράκια;
Με απλά λόγια, στην οκταετία ’81 – ’89, το ΠΑΣΟΚ πέτυχε μεν να εδραιώσει την πολιτική του παρουσία, υποθήκευσε όμως το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Το σήριαλ, βέβαια, έχει και συνέχεια.
Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, ουσιαστικά απέτυχε να «συμμαζέψει» τα δημόσια οικονομικά, κάτω από την πίεση των συντεχνιών του δημοσίου. Υπήρξε μάλιστα και αύξηση του δημοσίου χρέους οφειλόμενη σε συναφθέντα την περίοδο εκείνη δάνεια, για την πληρωμή όμως εγγυήσεων δανείων δημοσίων οργανισμών, παρελθόντων ετών.
Ο Κώστας Σημίτης, στη συνέχεια, επειδή δεν ανήκε στον πυρήνα της βαθειάς Πασοκικής εξουσίας, αναζήτησε πολιτικούς συμμάχους σε ένα ολιγάριθμο αλλά ισχυρό εκδοτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο, τμήμα του οποίου αμείφθηκε κατόπιν παίρνοντας τη μερίδα του λέοντος από πολλές δημόσιες προμήθειες που όμως, αν και απαραίτητες στη χώρα, έγιναν πάλι με δανεικά.
Το Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου ήρθε, μετά, ως επιστέγασμα της προηγούμενης διαδικασίας και πλούτισαν μέσω αυτού αρκετοί μεγάλοι επιχειρηματίες, αλλά και πολλά κομματικά στελέχη, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, είδε να εξανεμίζονται οι αποταμιεύσεις της.
Η είσοδος της Ελλάδος στην ΟΝΕ έγινε αργότερα, χωρίς όμως να έχει προϋπάρξει βελτίωση της ανταγωνιστικότητος της ελληνικής οικονομίας και της παραγωγικότητος του μεγάλου δημοσίου τομέα.
Την εποχή εκείνη ξεκίνησε επίσης η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα και προχωρήσαμε με βίαιο τρόπο και χωρίς σχέδιο σε μία υποτιθέμενη οικονομία παροχής υπηρεσιών. Το ευρώ εισέβαλε στην Ελλάδα και η μετατροπή των τιμών από δραχμές σε ευρώ έγινε με τρόπο που «τίναξε στον αέρα» την οικιακή οικονομία. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα του κουλουριού Θεσσαλονίκης δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: 30 δραχμές μέχρι τις 31.12.2000, 40 λεπτά του ευρώ από 1.1.2002, 50 δραχμές το ματσάκι ο μαϊντανός, 50 λεπτά την επομένη, ενώ η ύπαρξη ρευστότητος στην οικονομία δεν μας επέτρεψε να αντιληφθούμε πλήρως την πραγματικότητα.
Η Κυβέρνηση Καραμανλή έχει και αυτή ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση, οι οποίες όμως έγκεινται κυρίως στην άρνησή της να πάρει μέτρα τα οποία θα ανέκοπταν το δραματικό κατήφορο της ελληνικής οικονομίας, ακόμα και στην αρχή της θητείας της, όταν έχοντας πετύχει μια μεγάλη εκλογική νίκη και διαθέτοντας ηγέτη με μεγάλη λαϊκή αποδοχή, πέραν των ορίων της παράταξης, θα μπορούσε να «περάσει» δύσκολα για το λαό μέτρα.
Έχοντας το άγχος της οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και υιοθετώντας την ήπια προσαρμογή, δεν δημιούργησε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα και δεν συγκρούσθηκε με τις συντεχνίες, με τα παραδείγματα της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ και του ΟΛΠ να αποτελούν εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα. Ταυτόχρονα, ενώ ετοίμασε σημαντικά νομοσχέδια στον τομέα της ανάπτυξης, δεν πρόλαβε να τα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα νομοσχέδια για την ίδρυση βιομηχανικών περιοχών, απλοποίησης της διαδικασίας δημιουργίας επιχειρήσεων (one stop shop) και την εφαρμογή του Γενικού Μητρώου Επιχειρήσεων (ΓΕ.ΜΗ.), τα οποία αποτελούν σήμερα τη βάση σχετικών νομοσχεδίων της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Με τον ερχομό, μάλιστα, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναγκάσθηκε να δανεισθεί σημαντικά, με τμήμα των πόρων να κατευθύνονται σε προγράμματα που έδωσαν ώθηση στην κατανάλωση, αλλά όχι στην παραγωγή (στήριξη αγοράς αυτοκινήτου και ηλεκτρικών συσκευών), ενώ τα προγράμματα ΕΠΙΧΕΙΡΩ, ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ, κ.λπ., άρχισαν να λειτουργούν το καλοκαίρι του 2009, όταν ουσιαστικά ήταν «τελειωμένη» πολιτικά.
Τέλος, παρά τη δύσκολη πολιτική θέση στην οποία βρισκόταν, δεν δίστασε τον Σεπτέμβριο του 2009, σε προεκλογική μάλιστα περίοδο, να πει την αλήθεια δια στόματος του τότε Πρωθυπουργού στον ελληνικό λαό, ανακοινώνοντας πρόγραμμα περικοπών δημοσίων δαπανών και πάγωμα μισθών και συντάξεων, σε αντιδιαστολή με το «λεφτά υπάρχουν» του κ. Παπανδρέου.
Σημερινές κυβερνητικές ευθύνες
Όσον αφορά τo ΠΑΣΟΚ θεωρούμε ότι το θέμα είναι ξεκάθαρο.
Ήρθε στην εξουσία μετά από μια συντριπτική νίκη, βασιζόμενη στη λογική «λεφτά υπάρχουν» και υποσχόμενη τα πάντα στους πάντες.
Επιπροσθέτως, ενώ η κοινωνία ήταν ώριμη και για πολιτικές που δεν ήταν «στην ψυχή του κινήματος»,η κυβέρνηση κωλυσιεργούσε στη λήψη αποφάσεων με σκοπό να αποφύγει τις συγκρούσεις με τις συντεχνίες και να μην προχωρήσει στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους του Δημοσίου.
Απέναντι στην πολύ δύσκολη οικονομική πραγματικότητα βρέθηκε ταυτόχρονα αντιμέτωπη και με το επονομαζόμενο βαθύ ΠΑΣΟΚ, το οποίο απαιτούσε να μην κοπούν οι γέφυρες με τις λαϊκές μάζες, παίρνοντας αντιδημοφιλή μέτρα.
Άρχισε, λοιπόν, η κυβέρνηση να παλινωδεί επί μήνες, προσπαθώντας να αποφύγει τη λήψη μέτρων, δίνοντας λάθος μηνύματα στις αγορές και εκτοξεύοντας τα περιβόητα spreads.
Φυσικά, στο τέλος συνάντησε τη σταθερή άρνηση της Γερμανίας να μας στηρίξει με αυτόν τον τρόπο. Δεν μπορείς να σπαταλάς απεριόριστα και να θες έπειτα άλλοι να πληρώσουν τον λογαριασμό.
Έτσι, το πρόγραμμα που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το φθινόπωρο του 2009, απερρίφθη ασυζητητί, έγινε μεγάλο εσωκομματικό θέμα αν θα δοθούν αυξήσεις σε όλους τους Δημοσίους Υπαλλήλους ή μόνο σε όσους είχαν μισθό κάτω από 2.000 ευρώ και ακούσαμε τον Πρωθυπουργό από το Ζάππειο να μιλά για πόλεμο εναντίον των διεθνών κερδοσκόπων αναφέροντας το περιβόητο «Δεν θα καθορίσουν οι αγορές την ελληνική οικονομική πολιτική».
Εν τω μεταξύ, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά, η νέα κυβέρνηση πάγωσε οτιδήποτε αναπτυξιακό είχε ξεκινήσει η προηγούμενη. Έτσι, σταμάτησε η διαδικασία υποβολής προτάσεων για τον αναπτυξιακό νόμο, η λειτουργία του ΤΕΜΠΜΕ, τα προγράμματα επιχειρώ και εξοικονομώ κ.λπ.
Με λίγα λόγια έχασε πολύτιμο χρόνο, μη αντιλαμβανόμενη την πραγματικότητα, κάτι που πιστοποιείται από τη συμπεριφορά της σε δύο περιπτώσεις.
Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο όταν προσέφυγε στις αγορές και η προσφορά ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση δεν φρόντισε όπως έκανε η Ιρλανδία, να απορροφήσει το υπερβάλλον ποσό, με τα spreads τότε στο 160, όταν μετά από λίγους μήνες δανείστηκε με τα spreads στις 800 μονάδες.
Επίσης, στο περιβόητο Συμβούλιο Κορυφής της 25ης Μαρτίου, ενώ ουσιαστικά είχαμε ένα ασαφές τελικό ανακοινωθέν που συνόψιζε προθέσεις και όχι μέτρα, η κυβέρνηση πανηγύριζε εντελώς πρόωρα, μη αντιλαμβανόμενη ότι ουσιαστικά το ΔΝΤ ερχόταν ένα βήμα πλησιέστερα και κυρίως ότι ξεκινούσε εντός της ΕΕ μια διαδικασία η οποία στο τέλος θα δημιουργούσε έναν μηχανισμό στήριξης μη ευνοϊκό για τις υπερχρεωμένες χώρες.
Φυσικά, δεν παραγνωρίζουμε την πιθανότητα έχοντας άγνοια κινδύνου, να είχε στρατηγική επιλογή την προσφυγή στο ΔΝΤ, ώστε μέσω ενός «μπαμπούλα» να περάσει στον Ελληνικό λαό δυσάρεστες αλλά αναγκαίες, πάντα κατά τη γνώμη της, μεταρρυθμίσεις. Άλλωστε οι δηλώσεις περί «Ελληνικού Τιτανικού» μοιάζουν αρκετά ύποπτες, για να είναι πολύ αφελείς. Εν πάση περιπτώσει όμως η Κυβέρνηση αγνοούσε τα παραδείγματα της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Ρουμανίας και παλαιότερα των χωρών της ΝΑ Ασίας που απέδειξαν ότι πολλές φορές το ΔΝΤ είναι η νόσος και όχι η θεραπεία.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε όλο το χρονικό της πορείας προς την προσφυγή.
Τα γεγονότα αρχίζουν από τη ΔΕΘ του 2009, όταν ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης,ο Γιώργος Παπανδρέου σημείωνε: «Αν σήμερα παγώσουμε τους μισθούς, θα παγώσουμε την αγορά. Αν αυξήσουμε τους φόρους στη μεσαία τάξη, θα μειώσουμε την αγοραστική της δύναμη. Και θα επέλθει ο φαύλος κύκλος της κατάρρευσης.».(12.9.09)
Την επόμενη ημέρα (13.9.09) είπε μία φράση που θα τον στοιχειώνει για πολλά χρόνια: «…Γιατί λεφτά υπάρχουν… έχουμε 31 δισ. ανείσπρακτους φόρους… Έχουμε χαριστικές πράξεις, όπως ασφαλιστικές εισφορές στις τράπεζες, που έφτασαν τα 5 δισ. Έχουμε ένα φορολογικό σύστημα, που χαρίζει 1 δισ. ευρώ το χρόνο σε μεγαλομετόχους.».
Την επομένη της νίκης του ΠΑΣΟΚ (5.10.09) στις εκλογές τα spreads βρίσκονται στις 130 μονάδες. Τότε, η Τράπεζα της Ελλάδας επιτρέπει τις «ανοιχτές πωλήσεις» των Ελληνικών ομολόγων, διευρύνοντας το χρόνο πληρωμής, που ήταν 3 ημέρες κατά 10 επιπλέον ημέρες. Επίσης, περιορίζει τις ποινές, σε περίπτωση που η συναλλαγή δεν εκκαθαρισθεί και μετά την παρέλευση των 10 ημερών. Οι κινήσεις αυτές ανοίγουν το δρόμο στην υποτιμητική κερδοσκοπία πάνω στα Ελληνικά ομόλογα. Πολύ αργότερα, στις 7.5.10 δέκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα εξαπολύσουν ευθείες βολές προς την Τράπεζα της Ελλάδος για το θέμα, με ερώτηση που καταθέτουν στη Βουλή προς τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
Στις 20.10.09 ο Γ. Παπακωνσταντίνου ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι το έλλειμμα θα φτάσει το 12,7% και την επομένη ο οίκος αξιολόγησης Fitch – υποβαθμίζει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε Α-από Α.
Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο στις 5.11.09 ο κ. Παπανδρέου κάνει για πρώτη φορά λόγο για χρεοκοπία, ενώ στις 18.11, στον προϋπολογισμό του 2010, ανακοινώνονται τα πρώτα μέτρα λιτότητας, τα οποία θα είναι και τα μοναδικά σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του οικονομικού επιτελείου (πάγωμα αυξήσεων στους υπαλλήλους και συνταξιούχους του Δημοσίου, με μισθούς άνω των 2.000 ευρώ, αύξηση 1,5% στους υπολοίπους και αναστολή προσλήψεων). Επίσης, ο κ. Προβόπουλος δηλώνει ότι είχε ενημερώσει προεκλογικά τόσο τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή όσο και τον Γ. Παπανδρέου για το ύψος του ελλείμματος και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Στις 28.11.09 ο κ. Παπανδρέου χαρακτηρίζει, κατά την πρώτη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου, τραγική την κατάσταση της οικονομίας. Δέκα μέρες αργότερα ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings προχωρά στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε «ΒΒΒ+» από «Α-».
Στις 9.12.09 ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι «η πατρίδα που βρίσκεται στην εντατική» και το «δημοσιονομικό πρόβλημα απειλεί την εθνική κυριαρχία για πρώτη φορά από το 1974».
Την επόμενη ημέρα ο Γ. Παπανδρέου, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, θέτει το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας μας, παρότι το θέμα δεν βρισκόταν στην επίσημη ατζέντα.
Στις 14.12.09 σε μία μεγαλοπρεπή εκδήλωση στο Ζάππειο ο πρωθυπουργός ανακοινώνει νέα μέτρα (μείωση επιδομάτων κατά 10% στο δημόσιο και αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό) και δηλώνει: «Θα αποδείξουμε στην πράξη πως λεφτά υπάρχουν. Υπάρχουν σε πολλές μεριές. Υπάρχουν πολλά λεφτά στα κυκλώματα του εγκλήματος, στα χέρια όσων ζουν παρασιτικά εις βάρος του κράτους, εις βάρος των ευσυνείδητων φορολογουμένων, των έντιμων πολιτών».
Στις 16.12,09 ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s, υποβαθμίζει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από Α-σε ΒΒΒ+.
Στις 20.12.09 ο Γ. Παπακωνσταντίνου, ανακοινώνει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος, μεταξύ των οποίων τη συγκράτηση των δαπανών για μισθούς και συντάξεις.
Στις 22.12.09 ανακοινώνεται και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας από Α2 σε Α1, του οίκου Μoody’s.
Στις 13.1.10 ο πρωθυπουργός σε δηλώσεις του για τη συμπλήρωση των πρώτων 100 ημερών της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, διαβεβαιώνει ότι η Ελλάδα, ούτε θα βγει από την Ευρωζώνη, ούτε θα προσφύγει στο ΔΝΤ.
Στις 25.1.10 κατά τη διάθεση του κοινοπρακτικού ομολογιακού δανείου πενταετούς διάρκειας, αν και οι προσφορές έφθασαν στα 25 δισ. ευρώ, που κάλυπταν τις δανειακές ανάγκες της χώρας για το τρέχον έτος, η κυβέρνηση περιορίστηκε να αντλήσει μόνον 8 δισ. ευρώ, με επιτόκιο 6,2%. Η άστοχη και «αφύσικη» αυτή επιλογή, σε συνέχεια της αναποτελεσματικής πολιτικής που ακολουθήθηκε, οδήγησε στο «μονόδρομο» του Μνημονίου.
Στις 27.1 όλοι ψάχνουν το «βαθύ λαρύγγι» της κυβέρνησης, αφού οι «Financial Times» αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα σχεδιάζει την πώληση ομολόγων ύψους 25 δισ. ευρώ στην Κίνα, μέσω της «Goldman Sachs». Την επομένη ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν αναμένει καμία οικονομική βοήθεια και δεν έχει ζητήσει κανένα σχέδιο διάσωσης. Πώς κρίνουν τα λόγια του κ. Παπανδρέου οι αγορές; Τα spreads εκτοξεύονται στις 400 μονάδες!!
Στις 4.2 Ο πρωθυπουργός, από το Ν. Δελχί, απαντώντας στο ερώτημα εάν θα υπάρξουν νέα βάρη μέσα στο 2010, δηλώνει: «Ναι, θα υπάρξουν για εκείνους που πρέπει να πληρώνουν και δεν πληρώνουν σήμερα», επαναλαμβάνοντας ότι μέριμνα της κυβέρνησης είναι η προστασία των αδύναμων και οικονομικά ασθενέστερων.
Στις 11.2 ο Γ. Παπανδρέου επισήμανε ότι «η κυβέρνηση, έχει ήδη, από καιρό, ζητήσει τη συνεργασία με το ΔΝΤ σε θέματα τεχνικής φύσης», ενώ ο Γ. Παπακωνσταντίνου από τις Βρυξέλλες δηλώνει: «Επιχειρούμε να αλλάξουμε την πορεία του Τιτανικού και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μία ημέρα».
Στις 3.3 ανακοινώνονται σκληρά μέτρα λιτότητας στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Περικοπή κατά 30% των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας, στο Δημόσιο, Αύξηση ΦΠΑ κατά μία μονάδα στο μικρό του κλιμάκιο, το οποίο από 9% θα ανέλθει στο 10% και κατά 2 μονάδες στο μεγάλο κλιμάκιο που θα ανέλθει από το 19% στο 21%, Φόρος 20% στα ποτά και τα τσιγάρα και αύξηση της τιμής της βενζίνης κατά 8 λεπτά και κατά 3 λεπτά στο πετρέλαιο κίνησης, περικοπή επιδομάτων, από 10%, που είχε αρχικά ειπωθεί, στο 12%).
Λίγες μέρες αργότερα, σε ανάλυσή της η «Wall Street Journal», μεταξύ των άλλων, επισημαίνει: «Κάθε φορά που ο Παπανδρέου ανοίγει το στόμα του για να παραπονεθεί για την έλλειψη υποστήριξης της ΕΕ προς την Ελλάδα ή υπαινίσσεται ότι μπορεί να προσφύγει για βοήθεια στο ΔΝΤ, στην πραγματικότητα κάνει πιο δύσκολη την αποστολή της χρηματοδότησης του ελλείμματος της χώρας του.».
Στα τέλη Μαρτίου αποφασίζεται στην ΕΕ η σύσταση μηχανισμού χρηματοπιστωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα με την παρεμβολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και στις 6 Απριλίου κάνει το γύρο του κόσμου δήλωση κυβερνητικού αξιωματούχου ότι, η Ελλάδα θα ζητήσει την αναθεώρηση του μηχανισμού, καθώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα κριτήριά του.
Είναι η εποχή που τα spreads εκτινάσσονται στις 453 μονάδες!
Ο Γ. Παπακωνσταντίνου δηλώνει (στις 9.4) ότι «δεν θα πάμε στο ΔΝΤ, μας στηρίζει η ΕΕ.» και ο Γ. Παπανδρέου (11.4, στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής»): «Δώσαμε μάχη και την κερδίσαμε βεβαίως, για να υπάρξει ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης. Και μετά τις τελευταίες εξελίξεις με προσδιορισμένους πλέον τους όρους, το όπλο στο τραπέζι θα είναι και γεμάτο». Παρά ταύτα, ο πρωθυπουργός σε μία δραματική δήλωση του από το Καστελόριζο σημειώνει ότι: «Είναι εθνική και επιτακτική ανάγκη να ζητήσουμε και επισήμως από τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης».
Στις 2.5 ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, ανακοίνωσε τριετές Πρόγραμμα Δανεισμού, ύψους 36,4 δισ. ευρώ. Τα διαρθρωτικά μέτρα περιλαμβάνουν νέες μειώσεις σε μισθούς, επιδόματα και δώρα, αυξήσεις στη φορολογία, καθώς και δραστικές αλλαγές στο ασφαλιστικό και στην αγορά εργασίας.
Οι υπουργοί Οικονομίας του Eurogroup αποφάσισαν την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της Ελλάδας. Ο υφυπ. Οικονομικών (3.5) Φ. Σαχινίδης στην εκπομπή της ΝΕΤ «Πρωινή Ενημέρωση» αποκαλύπτει: «Όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ τη διακυβέρνηση της χώρας, διαπίστωσε ότι η μόνη εναλλακτική επιλογή που είχε ήταν να προσφύγει στο ΔΝΤ».
Το spread των Ελληνικών ομολόγων έφθασε τις 1.028 μονάδες βάσης!
Το ΟΧΙ της Νέας Δημοκρατίας στο Μνημόνιο
Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι οι ευθύνες για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας βαρύνουν τις προηγούμενες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα εκείνες της δεκαετίας του ’80, η παρούσα είναι εκείνη που με τις παλινωδίες και τους χειρισμούς της οδήγησε τη χώρα στην προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης ΔΝΤ και ΕΕ, μία προσφυγή, την οποία συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ βάφτισε, μάλιστα, μεγάλη εθνική επιτυχία.
Κάτω, λοιπόν, από συνθήκες αφόρητης επικοινωνιακής πίεσης και προ του κινδύνου η χώρα να χρεοκοπήσει, έφερε προς υπογραφή στη Βουλή το Μνημόνιο, απαιτώντας από όλα τα κόμματα να το ψηφίσουν, επικαλούμενη λόγους μεγάλου εθνικού συμφέροντος.
Εκεί, λοιπόν, η Νέα Δημοκρατία είπε, σωστά, το μεγάλο «ΟΧΙ», ερχόμενη μάλιστα σε αντίθεση με ένα τμήμα της αστικής τάξης που ανέκαθεν συμπορεύεται μαζί της.
Οι λόγοι που την οδήγησαν σ’ αυτήν τη στάση, θεωρούμε ότι ήταν κυρίως οι παρακάτω τρεις:
- Πρώτος, η εμπειρία των άλλων χωρών οι οποίες προσέφυγαν στο ΔΝΤ και στις οποίες η προσφυγή έφερε «Δάκρυα και αίμα». Το ΔΝΤ, άλλωστε, επιβάλει βαθιές υφεσιακές πολιτικές, ενώ η χώρα έχει ανάγκη από πολιτικές ανάπτυξης, αλλά και από διαρθρωτικές πολιτικές οι οποίες θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και θα μειώσουν τη γραφειοκρατία και το κόστος του δημοσίου τομέα.
- Δεύτερος, όχι εκ πρώτης όψεως σημαντικός, αλλά σίγουρα με μια δεύτερη ανάγνωση ουσιαστικός λόγος, ήταν η αναφορά στο προοίμιο του Μνημονίου, ότι η ευθύνη για την υπογραφή του βαρύνει εξ ολοκλήρου την κυβέρνηση Καραμανλή.
- Τρίτος και σημαντικότερος με όρους εθνικούς ήταν η ανάγκη το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να προσφέρει μια διέξοδο στους πολίτες, προβάλλοντας ένα άλλο εναλλακτικό δρόμο εξόδου από την κρίση. Διαφορετικά θα υπήρχε ο κίνδυνος να εμπεδωθεί στους πολίτες η αντίληψη που θέλει τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας να συμβαδίζουν απολύτως και κανένα να μην αποτελεί λύση, αλλά από κοινού να αποτελούν το πρόβλημα. Μια τέτοια κατάσταση μπορούσε να αποτελέσει θρυαλλίδα για το πολιτικό σύστημα.
Ταυτόχρονα, για να ολοκληρώσει την πολιτική αυτή κίνηση η Νέα Δημοκρατία, προχώρησε σε κινήσεις περιθωριοποίησης στελεχών που δημιουργούσαν αρνητικούς συνειρμούς στην πλειοψηφία των πολιτών, προχώρησε σε γενναία αυτοκριτική έως τα όρια του αυτομαστιγώματος, για ένα τμήμα του κυβερνητικού της παρελθόντος και παρουσίασε το δικό της πρόγραμμα για την έξοδο της χώρας από την κρίση, το οποίο έδινε έμφαση στις αναπτυξιακές πολιτικές και επεδίωκε να την καταστήσει «καταφύγιο ελπίδας», (στρατηγική ελπίδας) ακολουθώντας τη χαρακτηριστική φράση του Κικέρωνα: «η ελπίδα είναι το πιο ανακουφιστικό συναίσθημα για τον άνθρωπο».
Κυβερνητικές πρακτικές στην εποχή του Μνημονίου
Από τον Μάιο λοιπόν, η Ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση η κοινωνία, πορεύεται έχοντας στην πλάτη το Μνημόνιο και μια Κυβέρνηση η οποία ενεργεί με έναν τρόπο ο οποίος παραπέμπει στον ψυχολογικό όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Πώς προήλθε όμως ο συγκεκριμένος όρος;
Ήταν 23 Αυγούστου του 1973 στη Στοκχόλμη, όταν δύο πρώην κατάδικοι, οπλισμένοι, όρμησαν μέσα στην τράπεζα Sveriges Kreditbank, φωνάζοντας (προφητικά ίσως;) «Το πάρτι έχει μόλις ξεκινήσει». Κράτησαν σε αιχμαλωσία τέσσερις ομήρους, τρείς άνδρες και μία γυναίκα, σε ένα σκοτεινό υπόγειο για 131 ολόκληρες ώρες –δηλαδή γύρω στις πεντέμισι ημέρες- μέχρι να επέμβει η αστυνομία. Το δεδομένο που τράβηξε όμως το διεθνές επιστημονικό -και όχι μόνο- ενδιαφέρον σ’ αυτή την υπόθεση ήταν αυτό που αποκαλύφθηκε μετά τη σύλληψη των δραστών, από τις συνεντεύξεις και τις πράξεις των θυμάτων της απαγωγής. Οι τελευταίοι δήλωναν ότι χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το γιατί, ένοιωθαν μία βαθιά έλξη και ταύτιση με τους απαγωγείς τους, ενώ ταυτόχρονα φοβόντουσαν αυτούς που προσπαθούσαν να τους σώσουν. Για την ακρίβεια μάλιστα, βοήθησαν τους δράστες να αντισταθούν στη σύλληψη, ενώ αργότερα δεν δίστασαν να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα τους (!). Οι επιστήμονες έδωσαν «προς τιμήν» αυτού του περιστατικού, την ονομασία «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» στην ψυχολογική εκείνη διαταραχή, η οποία διαμορφώνεται υπό κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες, κυρίως σε θύματα απαγωγής τα οποία αναπτύσσουν συναισθηματικούς δεσμούς και δείχνουν αφοσίωση στους θύτες τους, παρά τον κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένοι εξαιτίας τους.
Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η Κυβέρνηση θα επιχειρήσουμε έναν παραλληλισμό της σχέσης που έχει αναπτύξει με τους δανειστές μας, με το περιγραφέν ψυχολογικό «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», το οποίο, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, εμφανίζεται και σε άλλες ομάδες ανθρώπων, όταν υπάρχει σχέση θύτη-θύματος, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, όπως είναι η κακοποίηση γυναικών ή παιδιών, τα θύματα αιμομιξίας, οι φυλακισμένοι πολέμου, τα μέλη σεκτών και οι σχέσεις που βασίζονται στην άσκηση εξουσίας και το φόβο.
Οφείλουμε, βέβαια, να διευκρινίσουμε, προς άρση παρεξηγήσεων, ότι ο παραλληλισμός δεν υπονοεί την ύπαρξη ψυχολογικής διαταραχής από την κυβέρνηση ή τους κυβερνώντες. Ωστόσο, κάθε καλόπιστος κριτής θα αναγνωρίσει ότι η ελληνική κυβέρνηση, πορεύεται ψυχολογικά δέσμια του «διώκτη» της.
Έχοντας εκχωρήσει, με βάση το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο, τη βασική άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής στους δανειστές, διακατέχεται από μια διαρκή και εντεινόμενη αγωνία ότι δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τους όρους του. Ευρισκόμενη λοιπόν, σε μια σχέση εξουσίας και φόβου, παρουσιάζει συμπτώματα δημιουργίας «παρά φύσιν» συναισθηματικών δεσμών με αυτούς, όπως συμβαίνει με το σύνδρομο.
Δεν θα ήταν όμως παράλογη και η σκέψη ότι η κυβέρνηση, γνωρίζοντας τη λειτουργία του «Συνδρόμου της Στοκχόλμης», ενεργεί, συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ, με βάση ένα σχέδιο, το οποίο τελικό στόχο έχει να περάσει στον έλληνα πολίτη αυτή την ψυχολογία και να νιώθει συμπαθητικά προς τον θύτη.
Επιστέγασμα όλης της κυβερνητικής τακτικής που στο τέλος κατέληξε να βασίζεται στη δημιουργία κλίματος φόβου στους πολίτες, αποτέλεσε και το εκβιαστικό δίλημμα για προσφυγή στις κάλπες αν δεν υπερψηφιζόταν οι υποψήφιοί της στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και πριν από την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου με αποκορύφωμα τη δήλωση της Επιτρόπου Μαρίας Δαμανάκη, η οποία στις 25/05/2011 είπε: «Η μεγαλύτερη κατάκτηση της μεταπολεμικής Ελλάδας, το ευρώ και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας είναι σε κίνδυνο. Το σενάριο της απομάκρυνσης της Ελλάδας από το ευρώ βρίσκεται πλέον στο τραπέζι καθώς και η μεθόδευσή του. Είμαι υποχρεωμένη να μιλήσω ανοικτά. Έχουμε ιστορική ευθύνη να δούμε το δίλημμα καθαρά: Ή συμφωνούμε με τους δανειστές μας σε ένα πρόγραμμα σκληρών θυσιών με αποτελέσματα, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες για το παρελθόν μας ή επιστρέφουμε πίσω στη δραχμή. Όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα στις σημερινές συνθήκες.»
Δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να πράξουν διαφορετικά, ούτε πριν από το Συμβούλιο Κορυφής του Ιουλίου που έδωσε ανάσα στο ελληνικό χρέος, όταν ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι μπορεί να υπάρξει μία βραχύβια στάση πληρωμών, προετοιμάζοντας χωρίς λόγο τον ελληνικό λαό για ένα πολύ κακό σενάριο και δημιουργώντας προβλήματα στη ρευστότητα των τραπεζών και κατ’ επέκταση της οικονομίας.
Η παραπάνω περιγραφείσα στρατηγική είχε επίσης και έναν ακόμα σημαντικό στόχο. Αποσκοπούσε συγκεκριμένα, να οδηγήσει σιδηροδέσμια τη Νέα Δημοκρατία σε μία παγίδα συναίνεσης, πιέζοντάς την να απεκδυθεί το ρόλο της ως Αξιωματική Αντιπολίτευση και να συνηγορήσει σε μία αποτυχημένη πολιτική την οποία εξαρχής απέρριπτε.
Συνεργούς στην προσπάθεια αυτή η Κυβέρνηση είχε και ορισμένα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία, έχοντας μονόπλευρη πληροφόρηση, δεν αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα.
Τέλος, παρακολουθώντας τον πολιτικό τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση προσεγγίζει από την αρχή της συγκρότησής της την οικονομία, μας έρχεται στο μυαλό η γνωστή ιστορία του Χότζα με τον Αγά, αλλά και μια από τις παραινέσεις του Μακιαβέλι στο γνωστό βιβλίου του «Ο Ηγεμόνας».
Ο Χότζας λοιπόν όταν επισκέφθηκε τον Αγά και παραπονέθηκε ότι δεν έχει σπίτι άνετο, αυτός τον διέταξε να βάλει μέσα το σκύλο, τη γάτα και την αγελάδα του. Ο Χότζας συνέχισε βέβαια να παραπονείται περισσότερο έντονα και τότε ο έξυπνος Αγάς τον διέταξε να βγάλει τα ζώα από το σπίτι. Χαρούμενος με την εξέλιξη αυτή ο Χότζας έβλεπε άνετο το σπίτι, αν και βρισκόταν στην αρχική του κατάσταση και ευχαρίστησε τον Αγά.
Ο Μακιαβέλι επίσης συμβουλεύει τον ηγεμόνα, τα «κακά» για το λαό να τα κάνει όλα μαζί, ενώ τα «καλά» λίγα – λίγα, ώστε να μένει πάντα μια αίσθηση ευχαρίστησης.
Έτσι η Κυβέρνηση, ενώ έχει ήδη πάρει και παίρνει οδυνηρά μέτρα, μπορεί να αρχίσει μιμούμενη τον Αγά να απαλύνει κάποια ελαφρώς, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις δηλώσεις για την πιθανότητα μικρής μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων και των συντελεστών του ΦΠΑ. Παράλληλα με την κατάργηση του πόθεν έσχες για την αγορά πρώτης κατοικίας, τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων και την εξαγγελθείσα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών δίνει σιγά σιγά πολύ μικρές ανάσες στην αγορά (Μακιαβελική τακτική), χρησιμοποιώντας όμως σε λάθος χρόνο και χωρίς τη σωστή δόση προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Διάψευση ελπίδων από το ΠΑΣΟΚ
Χρησιμοποιώντας η Κυβέρνηση όλες τις προηγούμενες πρακτικές, έχει ως κύριο σκοπό να εμπεδώσει στον ελληνικό λαό την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και ταυτόχρονα να τον πείσει ότι σε λίγο καιρό τα σκληρά μέτρα θα αρθούν και οι κόποι του θα πιάσουν τόπο, χάριν μάλιστα της κυβερνητικής υπευθυνότητος και ικανότητος.
Ουσιαστικά όμως προσπαθεί να αποκρύψει την πολιτική εξαπάτηση στην οποία έχει υποβάλει τους πολίτες και η οποία μπορεί κάλλιστα να περιγραφεί από τον τίτλο του βιβλίου της Μάιρας Παπαθανασοπούλου «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα», (εκδόσεις Πατάκη, 3/1998), όπου στο ρόλο του Ιούδα μπορούμε άνετα να δούμε το προεκλογικό ΠΑΣΟΚ με τις μεγάλες υποσχέσεις του προς όλους για όλα.
Ειδικά, βέβαια, για τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του Κινήματος, τα πράγματα είναι περισσότερο δύσκολα και μπορούν να περιγραφούν πάλι λογοτεχνικά με τη φράση «Δεν μ’ αγαπώ γιατί σ’ αγαπώ» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στο βιβλίο του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (εκδόσεις Λιβάνη, 1986).
Κάπως έτσι νομίζω πρέπει να αισθάνεται ο ψηφοφόρος-οπαδός του ΠΑΣΟΚ, ιδίως ο παλαιότερος που από το 1974, πιστεύοντας στο κόμμα αυτό, έχει δημιουργήσει μαζί του σχέσεις εμπιστοσύνης, αλλά βλέπει καθημερινά με την πολιτική του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου να κατεδαφίζονται βήμα-βήμα όλα όσα, δικαίως ή αδίκως, διαχρονικά έχει κερδίσει.
Έτσι, ενώ διορίσθηκε στο Δημόσιο από το ΠΑΣΟΚ, βλέπει να περικόπτονται δραματικά μισθοί, συντάξεις και επιδόματα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις κινδυνεύει και η θέση του μέσω της εργασιακής εφεδρείας και των δρομολογημένων ιδιωτικοποιήσεων.
Ως μικρομεσαίος που συνέδεσε το μέλλον του με το κόμμα των μη προνομιούχων, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο των σφραγισμένων επιταγών και του λουκέτου.
Ως μέλος της μεσαίας τάξης αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου φοροεισπραχτική επιδρομή και ταυτόχρονα ως επαγγελματίας επιστήμονας μια διαπόμπευση που δεν χωρίζει αμνούς από ερίφια.
Ως επιχειρηματίας, δεν πιστεύει στ’ αυτιά του όταν ακούει υπουργούς της Κυβέρνησης να διατείνονται ότι για την κατασπατάληση των πόρων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων έχουν ευθύνη και οι επιχειρηματίες και όχι όπως πραγματικά συμβαίνει τα κυβερνητικά στελέχη και οι κάθε μορφής ενδιάμεσοι, ενώ «τρελαίνεται» όταν ακούει τον πρωθυπουργό να ισχυρίζεται ότι οι επενδύσεις γίνονται για να υπάρξει αναδιανομή του πλούτου.
Τέλος, ως εργαζόμενος με τον κίνδυνο της ανεργίας άμεσα μπροστά του ή συνταξιούχος, αισθάνεται ότι τον κοροϊδεύουν όταν ακούει τον πρωθυπουργό να αναφέρει τις ευκαιρίες για πολιτικές συνοχής τις οποίες θα δώσει η εφαρμογή του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου πλαισίου.
«Δεν μ’ αγαπώ λοιπόν που σ’ αγάπησα» θα πρέπει να σκέφτονται όσοι ψηφίζουν εδώ και πολλά χρόνια ΠΑΣΟΚ, ενώ οι Υπουργοί της Κυβέρνησης θα πρέπει να προετοιμασθούν για την αντιμετώπιση της αγανάκτησης και των δικών τους ψηφοφόρων, μία πρόγευση της οποίας έχουμε ήδη με τις ακτιβιστικού τύπου εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον κυβερνητικών στελεχών.
Ουσιαστικά δηλαδή, από «Τα σταφύλια της οργής» περάσαμε στα «γιαούρτια της οργής».
Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη
Συμμάχους στην υιοθέτηση μέτρων για τη συμπίεση, χωρίς έλεος, της ελληνικής οικονομίας, έχει η Κυβέρνηση, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και βέβαια, τη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων αξιωματούχων, οι οποίοι ξεχνούν πλήρως κάθε έννοια Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης, παρά την υπόμνηση που τους έκανε ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών λέγοντας: «οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα». Με την άποψη του κ. Σταύρου Λαμπρινίδη, συνδυάζεται και η γνώμη του συγγραφέα Ντέιβ Τάισον Τζέντρι ο οποίος είπε πως «η πραγματική φιλία έρχεται όταν δύο άνθρωποι μπορούν να κάθονται μαζί σιωπηλοί, χωρίς να αισθάνονται αμηχανία».
Το ελληνικό πρόβλημα χρέους απέδειξε όμως ότι μια παρόμοια κατάσταση δεν ταιριάζει στους 27 ηγέτες των χωρών μελών της ΕΕ, οι οποίοι φαίνεται να προσεγγίζουν την κρίση που σήμερα αφορά όλες τις χώρες του νότου, με στυγνά οικονομικά κριτήρια, χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς την επίδειξη στοιχειώδους ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Αντίθετα, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού και η αυστηρή λιτότητα που στην ουσία μας επιβάλλουν, όχι μόνο δεν συνιστούν χείρα βοηθείας, αλλά λειτουργούν περισσότερο ως παραδειγματική τιμωρία. Επιβεβαιωτική άλλωστε της άποψης αυτής είναι και η παλαιότερη δήλωση του προέδρου του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ότι «η Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει πως η αλληλεγγύη έχει τα όρια της», αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις όπως αυτή στους Financial Times του Υπουργού Οικονομικών της Πολωνίας, Γιάτσεκ Ροστόβσκι, που είπε ότι «η Ευρώπη χρειάζεται αλληλεγγύη και όχι ελεημοσύνη» και σίγουρα όχι τιμωρία θα προσέθετα.
Η Ελλάδα χρειάζεται, βέβαια, να προχωρήσει με γοργά βήματα σε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, να μειώσει το αντιπαραγωγικό κράτος και τις δημόσιες σπατάλες, έχοντας όμως τους εταίρους της ως συμμάχους και όχι ως δυνάστες οι οποίοι, όπως ορθά ως ένα βαθμό θεωρούν πολλοί Έλληνες, επιβάλλουν τιμωρίες. Να μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι κάποιες χώρες βάσισαν την ανάπτυξή τους στα ελλείμματα των χωρών του νότου, όπως πολύ καλά γνώριζαν και πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Μόνο έτσι θα μπορέσει να προχωρήσει στην επανεκκίνηση και ανάκαμψη της οικονομίας της, στόχος που εξυπηρετείται καλύτερα με την έκδοση του ευρωομολόγου, όπως από την αρχή της κρίσης επισημαίνει διαρκώς ο Αντώνης Σαμαράς και όπως η Αυγουστιάτικη κρίση χρέους στο Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει.
Υπάρχουν φωνές που κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση. Μια από αυτές είναι του προέδρου της επιτροπής Περιβάλλοντος του Ευρωκοινοβουλίου, σοσιαλιστή Τζο Λάινεν, οποίος κατηγορώντας Βερολίνο και Παρίσι ότι «εξακολουθούν να δοκιμάζουν τις αντοχές της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» είπε, «ότι πρέπει να μοιραζόμαστε το ρίσκο στην ευρωζώνη. Αυτό ακριβώς είναι το βήμα που θα έπρεπε να κάνουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες» και να μην επιβεβαιώνουν με τη συμπεριφορά τους την κυνική άποψη ότι η φιλία είναι απλώς αμοιβαιότητα συμφερόντων, ανταλλαγή καλών υπηρεσιών και τίποτε άλλο.
Τα αποτελέσματα, δυστυχώς, του Eurogroup του Ιουλίου, παρά τις ανάσες που φαίνεται να δίνουν στον Ελληνικό Χρέος, δεν απέδειξαν, όπως έχει αναφέρει ο Αντώνης Σαμαράς, ότι η έννοια της αλληλεγγύης είναι ταυτισμένη με την ίδια την υπόσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σχέση Κυβέρνησης με επιχειρηματικότητα και κέρδος
Στην Ελλάδα η επιχειρηματικότητα στραγγαλίζεται εδώ και δεκαετίες, με ευθύνη ενός υπερδιογκωμένου δημόσιου τομέα που σπαταλά ανεξέλεγκτα πόρους και δημιουργεί ένα ασφυκτικό για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων περιβάλλον.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο σήμερα με τις τύχες της χώρας να βρίσκονται στα χέρια μιας Κυβέρνησης, η οποία φέρει στο γονίδιό της το παλαιό ΠΑΣΟΚ και βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να δημιουργήσει, μέσω της επιχειρηματικότητος, συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης και τούτο συμβαίνει όχι λόγω ανικανότητος, αλλά κυρίως επειδή προσεγγίζει πολιτικά τα θέματα από μια οπτική γωνία βγαλμένη από τη δεκαετία του ’80. Άλλωστε, ο κορμός της Κυβερνητικής ομάδος συγκροτείται από πολιτικούς που ξεκίνησαν τη διαδρομή τους στις Κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου. Πρόκειται για πρώην νομάρχες, γενικούς γραμματείς, διοικητές οργανισμών και υφυπουργούς, οι οποίοι γαλουχήθηκαν πολιτικά την εποχή των εποπτικών συμβουλίων για τη βιομηχανία και της περιβόητης μάχης της ντομάτας (εναντίον των μεσαζόντων). Ήταν τα χρόνια που η ανάπτυξη βασίσθηκε πλήρως στα δανεικά, στην κατανάλωση και στη διόγκωση του δημόσιου τομέα και των συντεχνιών, ενώ η επιχειρηματικότητα αποτελούσε «αμάρτημα».
Λογικό είναι, λοιπόν, να μην μπορούν να προχωρήσουν σε μειώσεις φόρων προς τις επιχειρήσεις και τη μεσαία τάξη και να θεωρούν ότι ενεργώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυξάνοντας τους φόρους, εξισορροπούν τα επώδυνα μέτρα προς τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, ενώ στην ουσία βαθαίνουν την ύφεση και αναγκαστικά οδηγούνται στη λήψη νέων μέτρων περισσότερο σκληρών.
Ιδεολογικό, λοιπόν, είναι κυρίως το θέμα και η διαπίστωση αυτή κάνει το πρόβλημα ακόμη οξύτερο.
Προς επιβεβαίωση μάλιστα των παραπάνω ενδεικτικά παραθέτουμε ορισμένα παραδείγματα από τα οποία εύκολα συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι στον πυρήνα της ιδεολογικής προσέγγισης πολλών στελεχών, ακόμη και του ίδιου του Πρωθυπουργού, παραμένει ακέραια μια αντίληψη, ενάντια στην επιχειρηματικότητα και το κέρδος.
Ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, δήλωσε το καλοκαίρι του 2010 από τον Πόρο, ότι απαιτείται να γίνουν στον τόπο επενδύσεις με στόχο την αναδιανομή του πλούτου, ενώ περίπου τα ίδια εννοούσε, με διαφορετικό όμως τρόπο έκφρασης, όταν κατά την διάρκεια της προεκλογικής του επίσκεψης για τις αυτοδιοικητικές εκλογές στη Λάρισα ανέφερε: «είναι σοσιαλιστική μας δέσμευση να μεταφέρουμε τα βάρη εκεί όπου υπάρχει πλούτος» και όπως θα συμπληρώναμε «εκεί όπου νομίζει ότι υπάρχει πλούτος, δηλαδή σε επιχειρήσεις στη μεσαία τάξη και τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου». Οι επενδύσεις όμως γίνονται για να φέρουν κέρδη στους επενδυτές, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν θέσεις εργασίας και αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα και μόνο με αναπτυξιακές πολιτικές με κέντρο την επιχειρηματικότητα και το κέρδος μπορούμε να ελπίζουμε σε αύξηση του πλούτου που θα παράγεται και ταυτόχρονα με κατάλληλες πολιτικές να μπορούμε να στοχεύουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερο σε δικαιότερη κατανομή του.
Ο Πρωθυπουργός επίσης, το Μάιο του 2011, μίλησε για υγιή επιχειρηματικότητα, τονίζοντας έτσι εμμέσως, ότι υπάρχουν εκεί και μη υγιείς δυνάμεις. Χωρίς φυσικά να αμφισβητούμε την αλήθεια της φράσης του, θεωρούμε ότι μάλλον πιστεύει πως ο συνδικαλισμός και η δημόσια διοίκηση λειτουργούν άψογα και γι’ αυτό και δεν μίλησε για μη υγιείς δυνάμεις στους χώρους αυτούς.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για την άποψη του πρώην Υπουργού Οικονομικών ο οποίος θεωρεί ότι η διάταξη νόμου με την οποία θα μειώνεται η φορολογία σε όσες επιχειρήσεις δεν προχωρούν σε απολύσεις προσωπικού θα έχει αποτέλεσμα. Δεν κατανοεί όμως, ότι οι επιχειρήσεις εμπρός στην έλλειψη ρευστότητος που αντιμετωπίζουν σήμερα ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής δεν θα διστάσουν να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε άμεση μείωση του λειτουργικού κόστους και δεν θα περιμένουν ως αντιστάθμισμα μία μελλοντική μείωση της φορολογίας. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να ανταπεξέλθουν σήμερα στις δυσκολίες. Το αύριο έστω και αν έρχεται μετά ένα χρόνο είναι πολύ μακριά.
Συνέχεια της άποψης του ΠΑΣΟΚ περί επιχειρηματικότητος αποτελεί το μέτρο της φορολόγησης των διανεμομένων κερδών από επιχειρήσεις με τον ανώτατο συντελεστή να πλησιάζει ακόμη και το 45%.
Στην ίδια κατηγορία εντασσόταν και η έστω υπό μορφή συζήτησης παλαιότερη σκέψη για επιβολή προκαταβολής φόρου 8% από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο των υπηρεσιών.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι στον πυρήνα της ιδεολογικής συγκρότησης της Κυβέρνησης οι έννοιες επιχειρηματικότητα και κέρδος είναι εξοβελισμένες και όσο και αν προσπαθούν οι κυβερνώντες να μας πείσουν για το αντίθετο, έρχεται, η σκληρή για τους επιχειρηματίες πραγματικότητα, να τους διαψεύσει πλήρως.
Σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης
Όσον αφορά τη σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης, τα παραδείγματα είναι πολλά και προκύπτουν τόσο από ομιλίες και δηλώσεις, όσο και από την έως σήμερα μικρή παραγωγή έργου.
Αντί, λοιπόν, κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής του Υπουργείου να ακούσουμε από τον αρμόδιο Υπουργό τις αναπτυξιακές του προτάσεις, τον ακούσαμε να αφιερώνει σχεδόν όλη την ομιλία του στην ανάγκη να αρχίσει η μάχη κατά του πληθωρισμού και των κερδοσκόπων, ξεχνώντας ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθωρισμού οφείλεται στην αύξηση των εμμέσων φόρων.
Την ίδια μάχη συνέχισε αργότερα σε υψηλούς τόνους και με επικοινωνιακούς όρους, δημιουργώντας παράλληλα όμως την εντύπωση ότι το θέμα αφορά τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ενώ θα έπρεπε, όπως ευτυχώς έπραξε αργότερα, αθόρυβα με οργανωμένο διάλογο και με επιχειρήματα να επιδιώξει την επιτυχία των στόχων του. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύαμε να έχουμε και άλλα παραδείγματα όπως αυτό της αποχώρησης από την Ελλάδα στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, μεγάλης πολυεθνικής αλυσίδος που ενώ είχε ήδη επενδύσει 50 εκατ. ευρώ, σκόπευε να επενδύσει άλλα 300 εκ.
Προτάσσοντας επίσης την επικοινωνία, ανακοίνωσε στα τέλη του 2010 την προσπάθεια να δημιουργήσει, όχι σε 10 χρόνια όπως είναι σωστό, αλλά άμεσα 50.000 καινοτόμες επιχειρήσεις στις οποίες θα απασχολούνται 600.000 νέοι επιστήμονες. Προφανώς αγνοεί όμως ότι η καινοτομία απαιτεί τεχνολογική έρευνα, θερμοκοιτίδες, εργαστήρια παραγωγής πρωτοτύπων, κεφάλαια σποράς, σύνδεση πανεπιστημίων και βιομηχανίας, εμπέδωση μέσα στα πανεπιστήμια κουλτούρας επιχειρηματικότητος και νέο πλαίσιο λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων, προϋποθέσεις, οι οποίες με ευθύνη όλων των Κυβερνήσεων του παρελθόντος είναι ανύπαρκτες ή σε εμβρυακό επίπεδο στη σημερινή Ελλάδα.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για το Πρόγραμμα Ρευστότητος των Τραπεζών, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ), τον Αναπτυξιακό Νόμο και την Επιχειρησιακή Μονάδα Ανάπτυξης στη Βόρειο Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη τον Οκτώβριο του 2010, ο Υπουργός δήλωσε:
«Σε λίγες ημέρες θα υπάρξει στη χώρα ένας πολύ σύγχρονος αναπτυξιακός νόμος, ο οποίος θα είναι μία τομή μετά από πολλές δεκαετίες… Πιστεύω ότι πολύ σύντομα, μαζί με το Σύμφωνο Ρευστότητας που υπογράψαμε πριν από λίγες μέρες με τους τραπεζίτες, το 30% των εγγυήσεων που δόθηκαν στις τράπεζες θα επιστρέψουν στην αγορά.»
Σε λίγο καιρό δήλωσε, όμως ότι: «οι τράπεζες δεν παρέχουν ρευστότητα, είναι πολύ χαμηλή η δυνατότητά τους, σχεδόν ανύπαρκτη, να δώσουν στην αγορά χρήματα», ενώ ο Αναπληρωτής Υπουργός αν και μας διαβεβαίωνε ότι η ενεργοποίηση του επενδυτικού νόμου θα γίνει τον Απρίλιο του 2011, οι πρώτες εγκρίσεις δόθηκαν τελικά τον Αύγουστο του 2011.
Τον Νοέμβριο του 2010, παρουσιάζοντας στο Υπουργικό Συμβούλιο την εισήγηση του για το ΕΤΕΑΝ, ο Υπουργός δήλωνε: «Προχωρούμε λοιπόν άμεσα στη δημιουργία του ΕΤΕΑΝ, με στόχο να έχουμε μέχρι το τέλος του έτους δρομολογήσει την πρώτη προκήρυξη».
Τον Μάρτιο του 2011, πάλι στο ραδιόφωνο, ο ίδιος είπε πως το ΕΤΕΑΝ θα λειτουργήσει στα τέλη Απριλίου, ενώ όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχουν δηλώσεις για μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης εντός του Σεπτεμβρίου, στόχος για την επίτευξη του οποίου αμφιβάλλουμε, γνωρίζοντας ότι ακόμα και αν λειτουργήσει το ΕΤΕΑΝ, το ταμείο θα συμμετέχει μόνο με 30% στο συνολικό δανεισμό, ενώ το υπόλοιπο θα δοθεί από τις τράπεζες, σίγουρα με αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια.
Ακολουθώντας παράλληλο δρόμο με το ΕΤΕΑΝ, προχώρησε με ρυθμούς χελώνας και η διαδικασία στελέχωσης της Επιχειρησιακής Μονάδος Ανάπτυξης Βορείου Ελλάδος, η οποία απέκτησε υπόσταση-αρμοδιότητες οκτώ μήνες (Ιούνιος 2010) μετά την εκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ενώ η υπογραφή του σχετικού Προεδρικού διατάγματος, απαίτησε άλλους οκτώ μήνες (Φεβρουάριος 2011), παρά τις Κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ότι η διαδικασία στελέχωσής της θα είχε ολοκληρωθεί τον προηγούμενο Νοέμβριο. Σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές (Αύγουστος 2011), υπάρχουν δηλώσεις για τις πρώτες εγκρίσεις.
Δεν μπορεί επίσης, να έχει βάση ο ισχυρισμός του Υπουργείου Ανάπτυξης, ότι θα διοχετευθεί μεγάλη ρευστότητα στην αγορά μέσω της δημιουργίας μίας Δημόσιας Τράπεζας Επενδύσεων που θα προσελκύσει παράλληλα και ιδιωτικά κεφάλαια. Το παράδειγμα της ΕΤΕΒΑ είναι χαρακτηριστικό, αλλά και ο χρόνος που απαιτείται για τη δημιουργία της μεγάλος.
Ως επιστέγασμα σ’ αυτήν την παράθεση δηλώσεων θα αναφέρω μια φράση του Υπουργού Ανάπτυξης από μια συνάντησή του στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, που αποδεικνύει την λανθασμένη άποψη του Υπουργού για την επιχειρηματικότητα.
Προέτρεψε συγκεκριμένα τους επιχειρηματίες «να σταθούν αρωγοί της μεγάλης κυβερνητικής προσπάθειας», χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι οι επιχειρηματίες και η αγορά αποτελούν το όχημα της εξόδου από την κρίση και ότι η πολιτεία οφείλει απλά να δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον στεκόμενη αρωγός τους.
Όσον αφορά το ΕΣΠΑ, το οποίο στην κυριολεξία καρκινοβατεί, είναι άνευ ουσίας η παράθεση όλων των διαχρονικών δηλώσεων από το Υπουργείο, το οποίο έως σήμερα έχει, εικονικά πάντα, διοχετεύσει στην αγορά εκατομμύρια, χωρίς οι άνθρωποί της να έχουν αντιληφθεί το παραμικρό. Θεωρούμε όμως ότι αξίζει αναφοράς η συνεχής προτροπή εδώ και 18 μήνες από την πλευρά της ΝΔ προς την Κυβέρνηση, να διαπραγματευθεί την οπισθοβαρή συμμετοχή της Ελλάδος στο ΕΣΠΑ, κάτι που έστω και πολύ αργά φαίνεται να επιτυγχάνεται.
Από όλες, λοιπόν, τις παραπάνω αναφορές, γίνεται σαφές ότι το Υπουργείο πρέπει να σταματήσει τις δηλώσεις για το τι θα γίνει, να προχωρήσει στην παραγωγή έργου και να ανακοινώνει μετά τα τελικά αποτελέσματα των ενεργειών του.
Μόνο με αλλαγή τακτικής θα μπορέσει να ενσωματώσει στην πολιτική του την άποψη ότι η συνέπεια είναι συστατικό πετυχημένης ηγεσίας και όχι προσόν για ηλιθίους και να κάνει έτσι μια σημαντική συνεισφορά στο πολιτικό σύστημα.
Το κλίμα για τις Ελληνικές Επιχειρήσεις στο εξωτερικό
Στις σημερινές, πρωτόγνωρες για μας τους Έλληνες οικονομικές συνθήκες, είναι απαραίτητο οι υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις να στραφούν στις αγορές του εξωτερικού.
Για να μπορέσουν όμως να λειτουργήσουν με εξωστρέφεια θα πρέπει να αντιπαλέψουν ένα δυσμενές κλίμα που έχει δημιουργηθεί διεθνώς, για το οποίο θα αναφέρουμε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το πρώτο αφορά Έλληνα επιχειρηματία, που νοίκιασε σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ακριβό δωμάτιο σε ξενοδοχείο και δέχτηκε φραστική επίθεση από υπάλληλο, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι σπαταλά χρήματα της δικής του χώρας.
Άλλος επιχειρηματίας, ο οποίος κάνει εισαγωγές τροφίμων από την Ασία και τα επανεξάγει σε ευρωπαϊκές χώρες, βρέθηκε προ εκπλήξεως, όταν οι επί χρόνια συνεργάτες του αρνήθηκαν να δεχθούν εγγυητική καλής πληρωμής εκδόσεως ελληνικής τράπεζας.
Τρίτη περίπτωση αποτελεί εξαγωγέας με μία πολύ καλή και αξιόπιστη επιχείρηση, από τον οποίο, πελάτης προερχόμενος από Σκανδιναβική χώρα, ζήτησε, υπό την απειλή διακοπής υπογεγραμμένη συμβολαίου εξαγωγής, πρόσθετη εγγύηση ως αντιστάθμισμα στον κίνδυνο πτώχευσης της χώρας μας.
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, βέβαια, αρκετά τέτοια παραδείγματα που πιστοποιούν ότι η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει να παίζει παιχνίδια με τις αγορές και ταυτόχρονα να εκπονήσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο εξόδου από την κρίση, με πρώτο μέλημα την αποκατάσταση του κύρους των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Τέτοιες ενέργειες βοηθούν πραγματικά την οικονομία της χώρας και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία ασπίδα στην περαιτέρω περικοπή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι δεν αποτελούν το κύριο πρόβλημα για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το δημόσιο είναι το πρόβλημα και το κόστος που πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας στις συναλλαγές μαζί του ακόμη μεγαλύτερο.
Οι πρεσβείες μας επίσης στο εξωτερικό και κυρίως τα γραφεία των οικονομικών ακολούθων πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να παραδειγματιστούν από άλλες χώρες οι οποίες πραγματικά προωθούν με τον καλύτερο τρόπο τα προϊόντα και τις εταιρίες τους στην παγκόσμια αγορά
Η Νέα Δημοκρατία τέλος, οφείλει να αναδείξει το θέμα με μεγαλύτερη ένταση και να ενσωματώσει συγκεκριμένες προτάσεις περί αυτού στον τομέα της εξωστρέφειας.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Πιστεύουμε απόλυτα ότι σε μία ελεύθερη κοινωνία, η επιχειρηματικότητα και η προσδοκία του κέρδους που αυτή κρύβει, αποτελούν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης και καθήκον της πολιτείας είναι να δημιουργεί ένα κατάλληλο πλαίσιο κανόνων ώστε αυτή να δρα χωρίς αγκυλώσεις και γραφειοκρατικά εμπόδια.
Ενστερνιζόμενοι μια παρόμοια θέση φυσικά, δεν «κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας», αλλά συμβαδίζουμε με μια παγκοσμίως διαμορφωμένη άποψη, η δικαίωση της οποίας έρχεται και από τη δημιουργία διεθνώς, μέσω της καινοτομίας, πολλών θέσεων εργασίας, χωρίς τη συνδρομή των δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες συνεχώς συρρικνώνονται.
Παράλληλα, με την έλευση της διεθνούς οικονομικής κρίσης, έγινε σαφές σε όλα τα κράτη ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να συμβαδίζει ούτε με την αποθέωση της απόλυτης κυριαρχίας των αγορών και των μηχανισμών τους και ούτε φυσικά με ένα κράτος επιχειρηματία που με την ασφυκτική φορολογία αφαιρεί από την αγορά και τις επιχειρήσεις το «οξυγόνο» για να ανακάμψουν.
Αντίθετα, αποτελεί πρώτιστη επιλογή η υιοθέτηση πολιτικών που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, θα επαναρυθμίζουν τις αγορές, θα στηρίζουν την πρωτοβουλία, την καινοτομία, το επιχειρηματικό ρίσκο και θα δημιουργούν ένα περιβάλλον ικανό να επιτρέψει να ανθίσει η επιχείρηση, μικρή, μεσαία και μεγάλη.
Από την άλλη πλευρά βέβαια η επιχειρηματικότητα πρέπει να έχει συναίσθηση της κοινωνικής της ευθύνης, να χρησιμοποιεί τους κανόνες της επιχειρηματικής ηθικής και να απεξαρτηθεί από τις δεσμεύσεις που της δημιουργεί ο εναγκαλισμός με την πολιτική.
Τέλος, η Νέα Δημοκρατία, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο ΠΑΣΟΚ, οφείλει να τοποθετήσει την επιχειρηματικότητα στην προμετωπίδα της προσπάθειας για ανάπτυξη και να προτείνει, μέσω του προγράμματός της συγκεκριμένα μέτρα για την ανάδειξή της.
Απλές παρεμβάσεις χωρίς δημοσιονομικό κόστος
Η επιχειρηματικότητα στηρίζεται στην ελπίδα και έχοντας η ΝΔ, στρατηγική ελπίδας, έχει προχωρήσει στην επεξεργασία ενός δυναμικού αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα (ΖΑΠΠΕΙΟ ΙΙ) που οφείλει όμως να εμπλουτίσει και με άλλες παρεμβάσεις, οι οποίες θα δίνουν και το στίγμα των προθέσεών της.
Ως τέτοιες, ενδεικτικά αναφέρουμε:
– την απαγόρευση διαδηλώσεων στα κέντρα των πόλεων από μικρές ομάδες πολιτών, οι οποίες εμποδίζουν τη λειτουργία της αγοράς και δημιουργούν επιπλέον προβλήματα στις ήδη χειμαζόμενες εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά και σε αρκετούς άλλους κλάδους της οικονομίας,
– τη θεσμοθέτηση γενικότερων μέτρων με σκοπό την παρεμπόδιση δυναμικών κινητοποιήσεων, που έχουν μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο (απεργίες σε πρατήρια καυσίμων, σε φορτηγά μεταφορών, σε λιμάνια κ.λπ.), και
– τη θεσμοθέτηση ενός σύγχρονου αντιμονοπωλιακού νόμου, ο οποίος σε συνδυασμό με μια ουσιαστική λειτουργία της επιτροπής ανταγωνισμού, θα συμβάλει τόσο στη μείωση των τιμών όσο και στην ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Παράλληλα, θα μπορούσε να επεξεργασθεί και παρεμβάσεις οι οποίες αν και εκ πρώτης όψεως φαίνονται απλές, στην ουσία θα απελευθερώσουν σημαντικές επιχειρηματικές δυνάμεις, αλλάζοντας ταυτόχρονα τη στρεβλή εικόνα για το δημόσιο συμφέρον, την οποία διαχρονικά έχει η ελληνική πολιτεία.
Μερικά παραδείγματα σ’ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε ότι είναι σημαντικά.
Με σκοπό λοιπόν να αποτρέψει τη δημιουργία «μαϊμού» εταιριών κατά τη διαδικασία ίδρυσής τους, έχει επιβάλλει την επίσκεψη στις εγκαταστάσεις των υπό ίδρυση εταιριών, ανεξαρτήτου μεγέθους, ενός εφοριακού (αυτοψία). Ο σκοπός της επίσκεψης είναι η έγκριση καταλληλότητας των εγκαταστάσεων για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα που επιλέγει να ασκήσει η εταιρία. Απώτερος σκοπός είναι η αποφυγή ίδρυσης εικονικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση η έκδοση εικονικών τιμολογίων. Δεν μπορεί παραδείγματος χάριν να υπάρχει μάντρα υλικών και να στεγάζεται σε όροφο.
Έτσι προσπαθώντας η πολιτεία να προστατευθεί από τους παρανομούντες, τιμωρεί ουσιαστικά τη συντριπτική πλειοψηφία των νομοταγών επαγγελματιών και επιχειρηματιών που δεν εκδίδουν εικονικά τιμολόγια.
Θα μπορούσε λοιπόν να μην υπήρχε αυτή η διάταξη ή στη χειρότερη περίπτωση να προσδιορίζετο, μετά την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης, ένας συγκεκριμένος χρόνος κατά τον οποίο η εφορία θα ήταν υποχρεωμένη να ελέγξει την έδρα της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγετο και η συναλλαγή επιχειρηματία–επαγγελματία και εφοριακού.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν η επιχείρηση αλλάζει έδρα. Εκεί βέβαια ο έλεγχος αφορά κυρίως το ύψος των παγίων στοιχείων που παρουσιάζει ότι απέκτησε για να γίνει η μεταφορά.
Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να ενσωματωθεί στον τακτικό έλεγχο που θα υποστεί στο μέλλον η επιχείρηση.
Παρόμοιο παράδειγμα είναι η διαδικασία επιστροφής του ΦΠΑ των εξαγωγών ή των επενδύσεων πάγιου εξοπλισμού. Πάλι με σκοπό να αποτρέψει την επιστροφή εικονικού ΦΠΑ, επιβάλλει ένα σύστημα πολλαπλών ελέγχων που τελικά αναγκάζει τον επιχειρηματία να προχωρά σε συναλλαγή «κάτω από το τραπέζι» ώστε να πετύχει επιτάχυνση των διαδικασιών επιστροφής.
Λύση όμως θα υπήρχε με την άμεση, έστω και εν μέρει, επιστροφή του και εντός ενός ορισμένου χρόνου πιθανή υποχρέωση της εφορίας να ελέγχει την νομιμότητα της επιστροφής.
Απαιτείται λοιπόν άμεση αλλαγή της οπτικής γωνίας με την οποία βλέπει η πολιτεία τα θέματα, ιδιαίτερα σήμερα που οι επιχειρήσεις κυρίως οι μικρομεσαίες πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από την ύφεση και τα φορολογικά μέτρα. Η αλλαγή αυτή επιβάλλει μια διαφορετική νοοτροπία όχι μόνο από τους υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά και από τους ίδιους τους Υπουργούς, οι οποίοι σε τελική ανάλυση πρέπει να βρίσκονται θεωρητικά πάντα σε συνεχή επαφή με την κοινωνία.
Βέβαια, από μια παρόμοια θεώρηση της επιχειρηματικότητος δεν μπορεί να απουσιάζουν μέτρα για την ανεργία των αυτοαπασχολούμενων και τους μικρομεσαίων, που ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν χρέη προς τους προμηθευτές, τις τράπεζες και το δημόσιο και βρίσκονται κατά κανόνα σε δυσχερέστερη θέση από τους ανέργους μισθωτούς, οι οποίοι έχουν μάλιστα και τη βοήθεια του ταμείου ανεργίας.
Η πολιτεία οφείλει λοιπόν, να αντιμετωπίσει το πρόβλημά τους άμεσα και στοχευμένα, με θέσπιση μέτρων επανένταξής τους στην αγορά, μέσω της ενεργοποίησης πόρων του ΕΣΠΑ, απλοποίησης και ουσιαστικοποίησης του πτωχευτικού δικαίου, μεγαλύτερης μείωσης του χρόνου παραμονής στον Τειρεσία, αλλά και κρατικής κάλυψης για ορισμένη χρονική διάρκεια τμήματος των ασφαλιστικών τους εισφορών.
Συνεχίζοντας την παρουσίαση απόψεων για τον τρόπο με τον οποίο η ΝΔ οφείλει να αντιμετωπίζει την επιχειρηματικότητα, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της περαίωσης των ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Για τις ανέλεγκτες φορολογικές υποθέσεις, έχουμε διαφορετική άποψη από την επίσημη θέση της ΝΔ, όπως συμπυκνώθηκε στη φράση «εν πάση περιπτώσει εφόσον η Κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει οριστικά στην απαράδεκτη αυτή διαδικασία ……..», ταυτιζόμενη με την άποψη ότι ουσιαστικά με την περαίωση επιβραβεύονται οι φοροδιαφεύγοντες εις βάρος των νομίμων φορολογουμένων.
Όλοι στην αγορά γνωρίζουν (από τους περιπτεράδες έως τους μεγάλους επιχειρηματίες) ότι οποιαδήποτε διαδικασία απαγορεύει τους εφοριακούς να διαβούν τις πόρτες των επιχειρήσεων, ουσιαστικά αποτελεί ανάσα ανάπτυξης. Είναι τέτοια η αναστάτωση που προκαλούν, ώστε το τελικό κόστος για τον φορολογούμενο θα είναι πάντα πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της περαίωσης.
Η θέση της ΝΔ έπρεπε να ήταν σαφώς υπέρ της περαίωσης, συνοδευόμενη όμως με τις εξής δύο παρατηρήσεις:
– Αποτελεί άλλη μία κυβερνητική ομολογία αποτυχίας, διότι όπως δήλωναν παλαιότερα είχαν τρόπο να πατάξουν τη φοροδιαφυγή και να αυξήσουν τα έσοδα του κράτους.
– Μετά από μια έντονη φορομπηχτική Κυβερνητική πολιτική, η περαίωση όφειλε να επιβάλει στις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες μικρότερα ποσά ως ποσοστό των πωλήσεών τους, να έχει χρονικά μεγαλύτερο αριθμό δόσεων και μικρότερο ποσοστό προκαταβολής.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τις επιχειρησιακές συμβάσεις για τις οποίες η αρχικά ισορροπημένη θέση μας στο τέλος διολίσθησε σε μια ρητορική με επίκεντρο την ευελιξία στην αγορά εργασίας που απείχε κατά πολύ από τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και δεν συνδυάζετο σε καμία περίπτωση με την εικόνα ενός αστικού κόμματος με σύγχρονες για την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα επιλογές.
Συγκεκριμένα, ενώ η αρχική μας θέση συνοψιζόταν στα εξής:
«Στη Νέα Δημοκρατία πιστεύουμε ότι η διαβούλευση και η συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης, μπορεί να αποκλίνει από τα ισχύοντα σε επίπεδο κλαδικής συμφωνίας, όταν αυτό επιβάλλεται από συγκεκριμένες επιχειρησιακές ανάγκες που οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα.
Αυτό, ήδη, γίνεται τα τελευταία 2 χρόνια σε αρκετές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και αξιοποιούν το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο επιτρέπει εργασία λιγότερων ωρών ή ημερών, με αντίστοιχη μείωση έως και 20% του μισθού.
Είναι, όμως αναγκαίο να τεθούν όρια στη χρήση του μέτρου αυτού, τόσο χρονικά, όσο και μισθολογικά.
Εκείνο όμως που απαιτείται είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Σήμερα το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται στο 45% του συνολικού κόστους.»
Στο τέλος δηλώσαμε ότι:
«Η μεγάλη σημασία των αλλαγών στις Επιχειρησιακές Συμβάσεις «έκρυψε» κρίσιμες ανατροπές για τους αδικημένους της αγοράς εργασίας, που είναι οι απασχολούμενοι με μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, εκ περιτροπής απασχόληση και με το καθεστώς έμμεσου εργοδότη (ενοικίαση εργαζομένου).
Το εργασιακό νομοσχέδιο της «φιλεργατικής» κυρίας Κατσέλη περιλαμβάνει ρυθμίσεις που καταργούν διατάξεις οι οποίες θεσμοθετήθηκαν από τη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ 8 μήνες πριν (Νόμος Λοβέρδου για την Εργασιακή Ασφάλεια).
Τι άλλαξε άραγε από τότε ;
Αν δεν πρόκειται για μια μεθοδευμένη δοκιμασία αντοχής των εργαζομένων, τότε η απαράδεκτη αυτή διαδικασία φανερώνει προχειρότητα και παντελή έλλειψη σοβαρού προγραμματισμού.
Οι διατάξεις αυτές, αποθαρρύνουν ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους από την επιλογή της μερικής απασχόλησης, καθιστώντας την τελικά εργαλείο συμπίεσης του κόστους εργασίας και όχι θεσμό αντιμετώπισης πρόσκαιρων ή περιοδικών αναγκών της επιχείρησης.
Επιδεινώνουν τη θέση των νέων και των γυναικών, που κατά κύριο λόγο απασχολούνται σε αυτές τις μορφές εργασίας.
Ενισχύουν τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας, με τη διεύρυνση των ανισοτήτων που προκαλούν.
Το πλέγμα των νέων ρυθμίσεων δεν είναι αποκρουστικό μόνο για τους εργαζόμενους, αφού συμπιέζει ακόμη περισσότερο τους ήδη χαμηλούς μισθούς και αφαιρεί σταδιακά τις δικλείδες προστασίας τους.
Είναι απωθητικό ακόμη και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αφού δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ωφεληθούν εν τέλει. Τι οφέλη, άραγε, να έχουν από απογοητευμένους και χαμηλής παραγωγικότητας εργαζομένους; ».
Όσον αφορά τις τελευταίες φράσεις της ανακοίνωσης, πιστεύουμε ότι καλύτερα είναι να αποφύγουμε οποιοδήποτε σχολιασμό, θεωρώντας ότι αποτελούν λεκτική υπερβολή στα πλαίσια μιας έκθεσης ιδεών.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για το θέμα που προέκυψε με την κυβερνητική πρόθεση να αυξηθούν οι ώρες εργασίας στο δημόσιο όταν αρχικά φάνηκε να διαφωνούμε με την κυβερνητική πρόθεση και να συμφωνούμε την επόμενη ημέρα, με αρκετή καθυστέρηση. Ακόμα και ο θεσμός της μισθωτής εφεδρείας, που αποτελεί δική μας πρόταση η οποία υιοθετήθηκε από την Κυβέρνηση, θεωρούμε ότι θολώνει το στίγμα μας.
Καινοτομία
Αντί παράθεσης θέσεων και απόψεων στο κεφάλαιο αυτό, θα παραθέσουμε αυτούσιο ένα κείμενο το οποίο διαβάσαμε πριν δύο χρόνια στη εφημερίδα Ναυτεμπορική και αφορά τη Φινλανδία. Το κείμενο αυτό θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε όλες τις πτυχές του θέματος και αποτελεί ένα θαυμάσιο case study για τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε στη ΝΔ να παρουσιάζουμε επεξεργασμένα νομοσχέδια. Θα μπορούσαμε συγκεκριμένα να μελετήσουμε το Φινλανδικό μοντέλο σε βάθος και να μεταφέρουμε στην Ελλάδα, σε όλα τα στάδια, τις απαραίτητες για την εφαρμογή του λειτουργίες, με αποτέλεσμα να κωδικοποιηθούν έτσι σε όλο το εύρος της δημόσιας διοίκησης, σε ένα ενιαίο σύνολο, οι απαιτούμενες αλλαγές.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε με το παράδειγμα του Ισραήλ για τη δημιουργία καινοτόμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η απλή και μόνο παρουσίαση παρόμοιων νομοσχεδίων στους παραγωγικούς φορείς της χώρας, θα αποτελέσει επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο δρα ένα κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, μοιραία θα στρέψει τα φώτα της δημοσιότητος στη δράση μας και τελικά θα μας καταστήσει αξιόπιστους συνομιλητές που γνωρίζουν επακριβώς πώς θα κυβερνήσουν.
«Ναυτεμπορική»
Την περιγραφή την κάνει ο άνθρωπος ο οποίος είχε την καινοτόμο ιδέα. Τη μεταφέρουμε ακριβώς και γι’ αυτό είναι σε πρώτο πρόσωπο.
«Όλα άρχισαν ένα σαββατιάτικο απόγευμα Αυγούστου. Είχα πάρει την απόφαση να χαλαρώσω, ψαρεύοντας στις όχθες της λίμνης που βρίσκεται μερικά μέτρα από το εξοχικό μου, παρέα με φίλους και συνεργάτες. Όλα ήταν υπέροχα, μόνο που, να, δυσκολευτήκαμε λίγο με τα διαδικαστικά της τέχνης του ψαρέματος. Δέναμε στραβά τα αγκίστρια στις πετονιές και, όπως καταλαβαίνετε, το ψάρεμα δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.
Το βράδυ, στο σπίτι, χαλαρός μετά το φαΐ και το ποτό, μια ιδέα άρχισε να στριφογυρίζει στο κεφάλι μου. Γιατί κάποιος δεν φτιάχνει ένα εργαλείο που να δένει τα αγκίστρια στις πετονιές και να ξεκουράζει το «δύσκολο» έργο των ερασιτεχνών ψαράδων; Εκείνο το βράδυ, έκατσα ξύπνιος μέχρι αργά, παλεύοντας με ένα μικρό κομμάτι κόντρα πλακέ, να βρω την άκρη. Η ιδιότητά μου, ως μηχανικού, με βοήθησε στο να βρω τη λύση. Τρεις μικρές οπές στο ξύλο και, με το κατάλληλο πέρασμα της πετονιάς, να τη, έτοιμη η θηλιά.
Η αρχή έγινε πριν από ακριβώς ενάμιση χρόνο. Στο διάστημα που μεσολάβησε, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες, μερικές φορές στα όρια του δράματος, αλλά το τέλος άξιζε τον κόπο.
Μια εβδομάδα μετά, ζήτησα από ένα φίλο μου, που δίδασκε βιομηχανικό design στο Πανεπιστήμιο, να με βοηθήσει στο σχεδιασμό ενός εργαλείου που να δένει αγκίστρια σε πετονιές. Αντέδρασε με ενθουσιασμό στην ιδέα και γρήγορα έφτιαξε το πρώτο πρωτότυπο, που πρέπει να παραδεχθώ ότι ήταν άσχημο. Καθόλου εμπορικό. Μερικές ημέρες αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εργασία μου, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα, που, χωρίς υπερβολή, άλλαξε τη ζωή μου. Ήταν από έναν εκπρόσωπο της κρατικής υπηρεσίας χρηματοδότησης έρευνας και καινοτομίας (Tekes), που μου ζητούσε συνάντηση.
Η συνάντηση ήταν αποκαλυπτική. Η υπηρεσία γνώριζε για την ιδέα μου και προσφέρθηκε να αναλάβει την εκπόνηση μελέτης αλλά και τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος. Η δική μου συμμετοχή θα ήταν 25% του αρχικού κεφαλαίου και οι όροι αποπληρωμής ήταν ξεκάθαροι. Πενταετής περίοδος χάριτος. Αν βγάλω κέρδος, αποπληρώνω, αν όχι, δεν πληρώνω τίποτα.
Παραιτήθηκα γρήγορα από την εργασία μου και έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η πρόοδος στο σχεδιασμό του κατάλληλου προϊόντος ήταν σχετικά αργή, αλλά τελικά απέδωσε. Το τελικό σχέδιο ήταν πράγματι καταπληκτικό, ένα εργαλείο που πραγματικά μπορεί να γίνει εμπορική επιτυχία. Στο επόμενο στάδιο, αυτό της παραγωγής, αντιμετώπισα το μεγαλύτερο πρόβλημα. Έπειτα από μελέτη, αποφάσισα η παραγωγή να γίνει εγχώρια και όχι σε κάποια ασιατική χώρα με φθηνότερο εργατικό κόστος, αφού η διαφορά στο κόστος ήταν πολύ μικρή.
Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το μηχάνημα χρειαζόταν ένα συγκεκριμένο μηχανικό εξάρτημα (ένα μεταλλικό καρούλι), του οποίου η κατασκευή ανέβαζε σημαντικά το κόστος, ενώ ταυτόχρονα ένα ιαπωνικό εργοστάσιο είχε παγκόσμια πατέντα στο συγκεκριμένο εξάρτημα. Έπρεπε να γίνει εισαγωγή. Τα χρήματα όμως τελείωναν. Ενημέρωσα την κρατική υπηρεσία για το πρόβλημά μου και η απάντηση ήταν ξανά άμεση. Σε συνεργασία με την Ένωση Βιομηχανιών, με έφεραν σε επαφή με μια εταιρεία venture capital, που ανέλαβε τη χρηματοδότηση μέρους του έργου.
Η εταιρεία, που συστάθηκε λίγο αργότερα, είχε κύριο μέτοχο εμένα και μικρομετόχους την εταιρεία που ανέλαβε την παραγωγή του προϊόντος. Να μην ξεχάσω να αναφέρω πως η διαδικασία αίτησης για σύσταση εταιρείας ήταν ό,τι πιο ξεκούραστο έκανα στη διάρκεια του εγχειρήματος. Αρκούσε η επίσκεψη σε ένα μόνο γραφείο και διήρκεσε 20 λεπτά της ώρας (αυτό που λέμε one-stop-shop).
Ενάμιση χρόνο μετά και αφού πρώτα εξασφαλίσαμε πατέντες του προϊόντος σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ασία, η γραμμή παραγωγής ήταν έτοιμη και άρχισε να λειτουργεί.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, η ανταπόκριση του παγκόσμιου κοινού ήταν θερμή στο προϊόν μας. Ξεκινήσαμε με παραγγελίες για 400.000 κομμάτια, με στόχο να φτάσουμε το 1,5 εκατ. στο τέλος του 2009. Α!! Ξέχασα να σας πω το κόστος: 35 ευρώ το κομμάτι».
Η ιστορία που μόλις σας αναφέραμε δεν είναι μυθιστόρημα ούτε επιστημονική φαντασία. Είναι αληθινή. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται η ευρεσιτεχνία -ερασιτέχνες ψαράδες- μετριέται σε εκατοντάδες εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο.
Φυσικά, η ιστορία αυτή δεν συνέβη στη χώρα μας. Το έργο εκτυλίχθηκε στη Φινλανδία. Τη χώρα που η επιχειρηματικότητα ζει και βασιλεύει, χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση του κράτους. Τη χώρα που διακρίνεται εδώ και δύο δεκαετίες για την πρωτοπορία και την καινοτομία της.
Μια χώρα πέντε εκατομμυρίων κατοίκων, που κατάφερε να αναδείξει παγκόσμιους πρωταθλητές στο στίβο των επιχειρήσεων και να συντηρεί έναν τεράστιο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων – τη ραχοκοκαλιά της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Απλά, χωρίς γραφειοκρατία. Αξιοκρατικά, γρήγορα και υπεύθυνα. Πρακτικές που προκαλούν μελαγχολία σε όσους δεν έχουν την τύχη να ζουν στη χώρα αυτή.
Η έννοια του συγκεκριμένου
Στα αμέσως προηγούμενα κεφάλαια αναφερθήκαμε στην ανάγκη οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας να λάβουν τη μορφή του συγκεκριμένου, ώστε να μπορέσουν να γίνουν αφενός κατανοητές από τους άμεσα ενδιαφερόμενους πολίτες και αφετέρου να της δώσουν κυβερνητική δυναμική.
Ενδεικτικά λοιπόν, παραθέτουμε παρακάτω ορισμένες παρόμοιες προτάσεις, μερικές από τις οποίες έχουν υιοθετηθεί και από άλλες χώρες.
Συγκεκριμένα:
Εξαγωγείς
- Καθιέρωση διεθνούς εκθέσεως «BEST OF GREEK» με συμμετοχή των κορυφαίων ελληνικών εταιριών, επιλεγμένων όμως με βάση συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
- Σύσταση ενός οργάνου που θα εξετάζει κάθε εξαγωγική εταιρεία και θα προτείνει αλλαγές στα προϊόντα έτσι ώστε αυτά να γίνουν ανταγωνιστικά (καμπάνια «Προσθέτοντας αξία στο Εθνικό Προϊόν»).
- Δημιουργία μιας πιστοποίησης σε όλα τα Ελληνικά Εστιατόρια ως «Γνήσια Ελληνικά Εστιατόρια», στα πρότυπα της Ιταλίας, με βασική προϋπόθεση να χρησιμοποιούν Ελληνικά προϊόντα κ.λπ.
- Ειδικό καθεστώς τιμολόγησης από τα ΕΛΤΑ σε online εμπορικές επιχειρήσεις, με σκοπό να γίνουν ανταγωνιστικά τα έξοδα αποστολής των προϊόντων σε Αμερική και Ευρώπη. Σήμερα οι τιμές που χρεώνουν οι Couriers είναι απαγορευτικές (ο τζίρος των on-line εμπορικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα το 2009 ήταν 1,4 δις. ευρώ).
Τουρισμός
- Νέα καινοτόμος μέθοδος χρηματοδότησης ξενοδοχειακών εταιρειών με ενέχυρο διανυκτερεύσεις αντί για άλλα περιουσιακά στοιχεία (θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το ΕΤΕΑΝ).
- Καμπάνια ώστε να κινητοποιηθούν όλοι οι πολίτες και να απευθύνουν πρόσκληση προς φίλους και συγγενείς τους που κατοικούν στο εξωτερικό να έρθουν για διακοπές στην Ελλάδα.
- Καμπάνια τοποθέτησης σε όλα τα email των Ελλήνων πολιτών προς το εξωτερικό Signature Link “Come to Greece”.
- Συνέργειες
Παγκόσμια εκστρατεία “Buy Greek” με την συνέργεια του κλάδου των εξαγωγών και του τουρισμού. Με κάθε αγορά ενός ελληνικού προϊόντος στο εξωτερικό, οι καταναλωτές θα μπορούν να συλλέγουν πόντους ή κουπόνια, τα οποία να εξαργυρώνουν σε μία ιστοσελίδα κερδίζοντας εκπτώσεις σε ξενοδοχεία, αεροπορικά εισιτήρια κ.λπ.
- Δωρεάν το αεροπορικό εισιτήριο της επιστροφής (Off Peak Season) για τουρίστες από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές με την προϋπόθεση να κλείσουν δωμάτια για 7 ήμερη διαμονή σε συγκεκριμένα ξενοδοχεία ή και προορισμούς Το κόστος των εισιτηρίων θα επιμερίζεται ανάμεσα στους ξενοδόχους και στην αεροπορική εταιρεία που θα συμβληθεί και δεν θα μπορεί να ξεπερνά το 20% του κόστους για το ξενοδοχείο.
- Ανάπτυξη του γενεαλογικού τουρισμού στην Ελλάδα ανοίγοντας τα Εθνικά Αρχεία (Ληξιαρχείο) και οργανώνοντας συγκεντρώσεις οικογενειών, με βάση το επίθετο.
Εμπόριο
- Ειδική φορολογική μεταχείριση σε νέες εταιρείες οι οποίες χρησιμοποιούν κατά ένα ποσοστό (80%) αποκλειστικά Ελληνικά προϊόντα.
- Δημιουργία ιστοσελίδας στην οποία θα υπάρχουν πληροφορίες για προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα και τους προμηθευτές τους.
- Δημιουργία ιστοσελίδας στην οποία θα μπορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ενώνουν τις δυνάμεις τους και να κάνουν συλλογικές αγορές σε υπηρεσίες και προϊόντα (οικονομίες κλίμακος).
Οικοδομή
- Νέα ευέλικτα στεγαστικά δάνεια πολύ μεγάλης διάρκειας ή χωρίς λήξη (Perpetual). Ο αγοραστής πληρώνει μόνο τόκους και όχι κεφάλαιο (γίνεται στην Ιαπωνία).
- Νομοθετικό πλαίσιο για νέου τύπου συμβόλαια (Rent to Buy) όπου ο ενοικιαστής ενός ακινήτου μπορεί να κάνει συμφωνία με τον ιδιοκτήτη και να αγοράσει ένα δικαίωμα (option) αγοράς της κατοικίας σε μια συγκεκριμένη τιμή μετά από κάποια χρόνια πληρώνοντας ένα premium στο ενοίκιο.
Στην ίδια κατηγορία θα μπορούσαν να υπάρχουν και άλλες προωθημένες προτάσεις, αν όμως η αγορά είχε πρώτα εκσυγχρονισθεί.
Συγκεκριμένα:
- Εξασφάλιση της τιμής αγοράς των κατοικιών για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας έτσι ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στην αγορά και να υπάρχει και πιο φθηνός δανεισμός από τις τράπεζες. Π.χ., αν κάποιος αγοράσει ένα σπίτι με τιμή 200,000 ευρώ το κράτος να εγγυηθεί ότι θα καλύψει την διαφορά σε περίπτωση που πέσουν οι τιμές στην περιοχή.
- Δημιουργία δεικτών αναφοράς για ακίνητα (Benchmarks), έτσι ώστε να αναπτυχθούν νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα για αντιστάθμιση κινδύνου (Hedging) στην αγορά κατοικίας (δεν πρόκειται για κερδοσκοπία).
- Φορολογικά κίνητρα σε όσες τράπεζες προχωρήσουν στη διαγραφή του Negative Equity σε στεγαστικά δάνεια που έχουν ήδη εκταμιεύσει, ώστε να μπορέσουν να αναχρηματοδοτήσουν ευκολότερα την αγορά κατοικιών.
Εργολήπτες
Δυνατότητα, μέσω του ΕΤΕΑΝ, το κράτος να παρέχει εγγυήσεις στις τράπεζες για προεξόφληση λογαριασμών πιστοποιημένων εργασιών από δημόσια έργα (σήμερα οι τράπεζες ζητούν εξασφάλιση σε ακίνητα).
Βιοτέχνες
Δημιουργία Ινστιτούτου (Think Tank) με σκοπό τη διοργάνωση σεμιναρίων και εργαστηρίων επιμόρφωσης των βιοτεχνών σε εξειδικευμένους τομείς, όπως είναι η αγορά ειδών πολυτελείας, προϊόντων για καταναλωτές της τρίτης ηλικίας.
ThessalonikiForward: Παράδειγμα συγκεκριμένης παρέμβασης
Σε μία προσπάθεια να αποδείξουμε ότι τα κόμματα μπορούν να επεξεργάζονται και να υποβάλλουν συγκεκριμένες προτάσεις με αναπτυξιακό περιεχόμενο, ακόμα και όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, στη Γραμματεία Παραγωγικών Τομέων της Νέας Δημοκρατίας επεξεργασθήκαμε και παρουσιάσαμε την πρόταση ThessalonikiForward.
Η πρόταση ThessalonikiForward, απευθύνεται σε όλους τους Θεσσαλονικείς και αφορά στο στόχο να καταστεί η πόλη τουριστικός προορισμός με αποτελέσματα προφανή για όλη την ανάπτυξή της, κυρίως όμως για τη βελτίωση της οικονομικής θέσης των επαγγελματιών της και κατ’ επέκταση του εργατικού της δυναμικού. Το ThessalonikiForward είναι μια πρωτοβουλία που βασίζεται στη γνώση των τοπικών συνθηκών και στην άποψη ότι υπάρχουν και ιδέες οι οποίες για να γίνουν πραγματικότητα δεν απαιτούνται πόροι.
Η πρωτοβουλία είναι αποτέλεσμα της προεργασίας που γίνεται πριν τη σύσκεψη των παραγωγικών φορέων της πόλης με τον Πρόεδρο της ΝΔ, οι οποίες πάντα έχουν ουσία και περιεχόμενο.
Στην πρώτη, τον Σεπτέμβριο του 2010 στη ΔΕΘ, η Νέα Δημοκρατία ενσωμάτωσε στο πρόγραμμά της την πρόταση του ΣΕΒΕ, για τη δημιουργία μιας Γενικής Γραμματείας Εξωστρέφειας. Από τη δεύτερη, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ξεπήδησε η πρόταση ThessalonikiForward, όταν μελετούσαμε στη Γραμματεία τις θέσεις των φορέων, από τις οποίες προέκυψε ότι, παρά τα μεγάλα πλεονεκτήματά της, η Θεσσαλονίκη δεν αποτελούσε τουριστικό προορισμό και ότι όλοι, πολιτεία, φορείς, ιδιωτικός τομέας, έπρεπε να αναλάβουν δράση προς αυτή την κατεύθυνση. Τότε πληροφορηθήκαμε ότι στα πλαίσια ενός διαγωνισμού που είχαν προκηρύξει οι G20 για την βράβευση των καλύτερων προτάσεων ανάπτυξης αναδυομένων χωρών, υπήρχαν και ορισμένες για τον τουρισμό, μεταξύ των οποίων και η ιδέα της ηλεκτρονικής υπογραφής (Signature Link) και κατ’ επέκταση του ThessalonikiForward.
Τι είναι όμως η πρόταση ThessalonikiForward;
Το ThessalonikiForward είναι ένα εργαλείο τουριστικής προβολής, που για να επιτύχει το στόχο του αξιοποιεί τις πιο σύγχρονες εξελίξεις της κοινωνικής δικτύωσης (social media).
Πρόκειται ουσιαστικά για μια καμπάνια της τουριστικής προβολής της Θεσσαλονίκης στο διαδίκτυο και στηρίζεται στην ιδέα ότι από τη Θεσσαλονίκη στέλνονται καθημερινά προς το εξωτερικό χιλιάδες mails. Με μια χονδρική προσέγγιση, καταλήξαμε μάλιστα, ότι μπορεί να στέλνονται κάθε μήνα έως και 65.000 mails μόνο από τους υπολογιστές των εταιριών των μελών του ΣΕΒΕ. Αν προστεθούν στον αριθμό αυτό τα mails από τις Πανεπιστημιακές Σχολές, τους ξενοδόχους, τα μέλη των επιμελητηρίων, ιδίως των διμερών, όπως και από ιδιώτες και δημόσιους φορείς καταλήγουμε εύκολα ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ μεγάλο.
Δημιουργήσαμε λοιπόν αρχικά μια ταυτότητα για την πόλη που βασίζεται σε δύο κεντρικούς άξονες.
- Στη χρήση πολλών και διαφορετικού χρώματος ψηφίδων που παραπέμπουν στην «διαφορετικότητα» των ανθρώπων οι οποίοι ζουν στην πόλη.
- Στην κυκλική διάταξη των ψηφίδων με φορά προς το κέντρο που συμβολίζει την «ένωση» όλων αυτών των διαφορετικών ανθρώπων με κοινό «στόχο» την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης και την προσέλκυση τουριστικού ενδιαφέροντος για την πόλη. Το κυκλικό σχήμα παραπέμπει επίσης στον Λευκό Πύργο, το «σύμβολο» της Θεσσαλονίκης, ενώ η χρήση της πολύχρωμης «ψηφίδας» προκαλεί εικαστικούς συνειρμούς συνδεδεμένους με την Βυζαντινή περίοδο, εποχή που η Θεσσαλονίκη γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της (γι’ αυτό και ο 14ος αιώνας μ.Χ., χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς, ως ο «χρυσός αιώνας» της πόλης). Και είναι ακριβώς αυτή η ακμή (μαξιμαλιστικός βέβαια στόχος), που η Θεσσαλονίκη πρέπει και μπορεί να ξαναζήσει.
Ο λογότυπος περιλαμβάνει και το μήνυμα που βέβαια είναι απλό και κατανοητό και παροτρύνει όποιον το βλέπει να επισκεφθεί την πόλη, χωρίς να το σκεφθεί (Don’t think, just go, στα αγγλικά). Η ηλεκτρονική, βέβαια υπογραφή αποτελεί έναν συνδυασμό του μηνύματος και του λογοτύπου.
Η συγκεκριμένη υπογραφή προτείνεται να περιλαμβάνεται στα mails τα οποία αποστέλλονται είτε προς το εσωτερικό είτε προς το εξωτερικό με τη μορφή που παρουσιάζουμε και θα λειτουργεί ως σύνδεση με τη δημιουργηθείσα ιστοσελίδα www.thessalonikiforward.gr, η κεντρική σελίδα της οποίας διαθέτει διάφορες επιλογές.
Η πρωτοβουλία μπορεί φυσικά να επεκταθεί. Μια αρχική σκέψη είναι να ενσωματωθεί σ’ αυτήν η πρόταση του Συνδέσμου Εξαγωγέων «Buy with pleasure» ή να δημιουργηθεί μια διαδικασία με την οποία όσοι αγοράζουν προϊόντα του ΣΕΒΕ στο εξωτερικό θα μπορούν να έχουν, μέσω μιας διαδικασίας ενταγμένης στο site, έκπτωση στα ξενοδοχεία (Buy Northern Greece). Μια άλλη, θα ήταν η δημιουργία εντός της ιστοσελίδας, μιας λειτουργίας με την οποία όσοι υιοθετούν την ηλεκτρονική υπογραφή να μπορούν να στέλνουν στο δικό τους κοινωνικό δίκτυο ιστορίες, φωτογραφίες και videos για τη Θεσσαλονίκη, προτρέποντας τους «φίλους» τους να υιοθετήσουν και αυτοί την ηλεκτρονική υπογραφή. Αν τα καταφέρουν, ο αποστολέας κερδίζει βαθμούς, τους οποίους επίσης μπορεί να εξαργυρώνει με διάφορα δώρα, όπως εκπτωτικά κουπόνια σε ξενοδοχεία κ.λπ.
Γενικά το διαδίκτυο δίνει τεράστιες δυνατότητες και πρέπει να τις εκμεταλλευθούμε, όπως, παραδείγματος χάριν, έχουν ήδη κάνει το Βερολίνο και η Νέα Ζηλανδία.
Τελειώνοντας την παρουσίαση της πρωτοβουλίας, οφείλουμε να τονίσουμε ότι καθένας μπορεί να έχει διαφορετική άποψη για τον λογότυπο, το μήνυμα και τη λειτουργία του ιστοχώρου. Εκείνο όμως που είναι περισσότερο σημαντικό στην προσπάθεια αυτή, είναι η προώθηση της ιδέας για τη δημιουργία, με πρωτοβουλία των φορέων της πόλης, πιθανώς μέσω του Οργανισμού Τουριστικής Προβολής και Μάρκετινγκ Θεσσαλονίκης, ενός ολοκληρωμένου πολυμεσικού portal για τη Θεσσαλονίκη με στόχο την άμεση προσέλκυση τουριστών και επισκεπτών και όχι μόνο.
Αναλυτική περιγραφή
Η κεντρική σελίδα του ThessalonikiForward διαθέτει διάφορες επιλογές.
Κατ’ αρχήν, περιγράφει την ιδέα και προτρέπει τον επισκέπτη να υιοθετήσει και αυτός την ψηφιακή υπογραφή.
Μια άλλη επιλογή οδηγεί στη διαδικασία με την οποία ο επισκέπτης «κατεβάζει» την ηλεκτρονική υπογραφή και το banner ώστε να τα ενσωματώσει στο mail ή στον ιστοχώρο του. (Στο παράδειγμα χρησιμοποιούμε το site της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης).
Βέβαια, υπάρχει και επιλογή «διαδώστε το», στην οποία περιλαμβάνουμε επακριβώς το κείμενο το οποίο πρέπει να στείλει στους συνεργάτες του ή στους φίλους του, όποιος θέλει να διαδώσει την ιδέα.
Η ιστοσελίδα περιλαμβάνει και συνδέσμους για τη Θεσσαλονίκη. Η δουλειά, βέβαια, όσον αφορά την επιλογή αυτή, είναι σε εμβρυακό στάδιο και περιλαμβάνει Links με διαφόρους φορείς της πόλης. Όποιος αναλάβει να συνεχίσει την προσπάθεια, οφείλει να δημιουργήσει έναν πλήρη ηλεκτρονικό οδηγό πόλης έχοντας, μάλιστα, ως σύμμαχο και τα προγράμματα του ΕΣΠΑ.
Όπως σε όλους τους ιστοχώρους, υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας, ενώ ο ιστοχώρος έχει δημιουργηθεί όπως είναι φυσικό και στην αγγλική γλώσσα.
Ταυτόχρονα ετοιμάσαμε και μία σελίδα στο facebook με τον ίδιο τίτλο, η οποία είναι συνδεδεμένη με το site και όποιος επιθυμεί μπορεί να γίνει φίλος και να κάνει σχόλια για την προβολή της πόλης.
Κιβωτός Θεσσαλονικέων
Μία άλλη προσπάθεια που επίσης αφορά στη Θεσσαλονίκη και είναι ένα παράδειγμα για το πώς πρέπει η πολιτική να αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο, είναι και η πρότασή μας «Κιβωτός Θεσσαλονικέων» η οποία αναφέρεται στην προσέλκυση του ομογενειακού ελληνισμού στην πόλη, στα πλαίσια του εορτασμού για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωσή της.
Παραθέτουμε παρακάτω αυτούσιο τμήμα της σχετικής επιστολής μας στο Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη και στον Αναπληρωτή Πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής «Θεσσαλονίκη 2012», Σταύρο Ανδρεάδη, στην οποία περιγράφεται αναλυτικά η πρωτοβουλία.
«Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, θα ήθελα να σας παρουσιάσω μία πρόταση που μπορεί να συμβάλει στην επιτυχία των εορτασμών και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη για την πόλη μας, δίνοντας προτεραιότητα στην αναπτυξιακή της προοπτική, κοινό στόχο άλλωστε όλων.
Η πρότασή μας αφορά στην αξιοποίηση της μεγάλης δυναμικής του Απόδημου Ελληνισμού, μέσα από την ενεργοποίηση και κινητοποίηση του πιο ζωντανού του κυττάρου, των Θεσσαλονικέων που ζουν και δραστηριοποιούνται σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Στο πλαίσιο αυτό, καταθέτω προς συζήτηση τη δημιουργία της «Κιβωτού των Θεσσαλονικέων», μιας πρωτοβουλίας που απευθύνει πρόσκληση στους συμπατριώτες μας οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους από τη Μακεδονική πρωτεύουσα, να την επισκεφτούν και να στηρίξουν τον εορτασμό απελευθέρωσής της. Να αποδείξουν, πως οι δεσμοί τους παραμένουν σταθεροί και ακατάλυτοι. Να γνωρίσουν, πέρα από την ιστορική κληρονομιά της πόλης, το μεγάλο πολιτιστικό πλούτο της σύγχρονης Θεσσαλονίκης και αξιόλογους φορείς και θεσμούς, όπως είναι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Κέντρο Διάδοσης Επιστημών ΝΟΗΣΙΣ, τη Συλλογή Κωστάκη, τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, τα Δημήτρια.
Η παρουσία τους εδώ, μπορεί να συνδυασθεί με την καθιέρωση ενός μόνιμου θεσμού, όπως μπορεί να είναι η Ημέρα Απόδημου Ελληνισμού. Η δράση αυτή προτείνεται να υλοποιηθεί σε συνεργασία με το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, την Ι. Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Τμήμα Πληροφορικής), το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και την ΕΡΤ-3.
Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται όλα τα παιδιά της. Το 2012, προορισμός όλων πρέπει να γίνει η Θεσσαλονίκη.
Τα οφέλη από την ενεργοποίηση των αποδήμων θα είναι πολλαπλά, καθώς θα συμβάλουν στη διαμόρφωση της νέας ταυτότητας της πόλης, στην εξωστρέφειά της, στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος σε ολόκληρη τη Μακεδονία με σημείο αναφοράς τη Θεσσαλονίκη, στην ανάδειξη και προβολή της πλούσιας ιστορικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ενώ παράλληλα θα αποτελέσει τονωτική στήριξη για τη δοκιμαζόμενη τοπική οικονομία.»
Αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας
Σε συνέχεια της προηγούμενης επιχειρηματολογίας μας για την ανάγκη μιας διαφορετικής και εμπεριστατωμένης προσέγγισης των θεμάτων από την ΝΔ, θα αναφερθούμε σε ένα άλλο παράδειγμα, το οποίο αφορά την επιχειρηματικότητα και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Πρόκειται συγκεκριμένα για έναν κανονισμό–νόμο, σε μια υπό ανάπτυξη χώρα, με τον οποίο επιτρέπεται στους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης να εκμισθώνουν ή ακόμα και να παρέχουν δωρεάν εκτάσεις σε ιδιώτες, αρκεί αυτές να προορίζονται για την κατασκευή έργων και επενδύσεων οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. βιομηχανίας).
Προϋπόθεση για την ένταξη στο νόμο αποτελεί η αύξηση του αριθμού των εργαζομένων στην περιοχή του ΟΤΑ κατά 1% και αναλογικά η αύξηση των εσόδων του κράτους.
Το ποσό με το οποίο θα μειωθεί η εμπορική αξία του μισθώματος ή του τιμήματος της πώλησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το, μέσω της επένδυσης, προσδοκώμενο ποσό αύξησης των εσόδων του κράτους για διάστημα πέντε ετών.
Ο παραπάνω νόμος αφορά τη Σερβία, μια χώρα με πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από την Ελλάδα και με έναν εξαιρετικά γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα, η οποία όμως αντιλαμβανόμενη τα σημεία των καιρών τολμά να δημιουργεί το αναγκαίο για την ανάπτυξή της πλαίσιο, στηρίζοντας σε τοπικό επίπεδο τη βιομηχανία και τις κατασκευές.
Ήδη πολύ μεγάλες πολυεθνικές εκμεταλλεύονται το νόμο και προγραμματίζουν σημαντικές επενδύσεις και καθημερινά εμφανίζονται στον τύπο εκπρόσωποι των επιχειρήσεων και δήμαρχοι, να υπογράφουν συμφωνίες υλοποίησης επενδύσεων.
Στην Ελλάδα όμως, απαιτείται από τους επενδυτές ως προϋπόθεση ένταξής τους στον αναπτυξιακό νόμο, η κατοχή της ιδιοκτησίας στα όρια της οποίας θα υλοποιήσουν την επένδυση, ενώ ο νομοθέτης, με κύριο επιχείρημα την αποτροπή ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, δεν επιτρέπει στους ΟΤΑ χωρίς προηγούμενη έγκριση από το Υπουργείο Εσωτερικών να αξιοποιήσουν την ακίνητή τους περιουσία.
Κινούμενοι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση εμείς προτείνουμε την επεξεργασία ενός νομοσχεδίου μέσω του οποίου οι ΟΤΑ θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια την ακίνητή τους περιουσία, ενώ θα μπορούσε ταυτόχρονα το Δημόσιο να εξοφλήσει τα χρέη του προς αυτούς με την παραχώρηση ακινήτων που έχει στην κατοχή του.
Ως επιστέγασμα της παραπάνω προσέγγισης θα αναφέρω τέλος ότι στη Σερβία επίσης, την άνοιξη του 2011, έγινε διαγωνισμός για την κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων για τα οποία η Κυβέρνηση είχε φροντίσει πρώτα να υπάρχουν οι σχετικές άδειες, δείχνοντας και σε εμάς τον δρόμο στον οποίο πρέπει να βαδίσουμε για να αξιοποιήσουμε την περιουσία του δημοσίου.
Θεμελίωση ενός σύγχρονου κράτους
Στην ίδια κατηγορία, δηλαδή της ανάγκης για ύπαρξη συγκεκριμένης πρότασης, μας οδηγεί και ο δημόσιος διάλογος για την εργασιακή εφεδρεία, ο οποίος αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, αφενός να προσεγγίσουμε, άλυτα για δεκαετίες, ζητήματα που αφορούν στη διόγκωση και τη χαμηλή παραγωγικότητα του δημοσίου τομέα και αφετέρου να πάψουμε να επικεντρωνόμαστε μόνο στο υψηλό κόστος του δημοσίου ξεχνώντας το χαμηλό επίπεδο των υπηρεσιών του.
Έχουμε περισσότερους από 150.000 εκπαιδευτικούς και ανθεί η παραπαιδεία, έχουμε δεκάδες νοσοκομεία σε μια κατ’ επίφαση δωρεάν υγεία και βασιλεύει το φακελάκι, διαθέτουμε τόμους από φορολογικά νομοσχέδια και σχετικές υπουργικές αποφάσεις και σε σημαντικά τμήματα της οικονομικής δραστηριότητος κυριαρχεί η φοροδιαφυγή.
Ο Λάο Τσε έχει πει πως «η πιο δύσκολη αρχή ξεκινά από ένα απλό βήμα» και η φράση αυτή πρέπει να «κλειδωθεί» στο μυαλό όλων όσοι έχουν θέση ευθύνης μέσα στο πολιτικό σύστημα και να τους προτρέψει να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναβάθμισης και αναδιάρθρωσης του δημοσίου τομέα.
Η προσπάθεια αυτή οφείλει να βασίζεται στις παρακάτω αρχές:
– Οι πολίτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα της επιλογής για τις υπηρεσίες που τους προσφέρονται, είτε απ’ ευθείας, αν πρόκειται για προσωπικά θέματα είτε μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων, αν πρόκειται για θέματα της κοινότητος.
– Μέσω της διοικητικής αποκέντρωσης, η δύναμη του κράτους πρέπει να μεταφερθεί στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.
– Πρέπει να διευρυνθεί το φάσμα όσων παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις. Πολύ καλές δημόσιες υπηρεσίες μπορεί να προσφέρει ο δημόσιος τομέας, ο ιδιωτικός, οι εθελοντικές και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις.
– Πρέπει να εξασφαλίζεται ισότιμη πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.
– Το Δημόσιο θα «λογοδοτεί» στους φορολογουμένους, μέσω συγκεκριμένων μηχανισμών.
Με βάση τις παραπάνω αρχές, είναι εύκολα κατανοητό ότι ενώ το κράτος θα συνεχίζει να παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες, θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί.
Το πρόγραμμα, λοιπόν, «Βοήθεια στο σπίτι», θα συνεχίζει να υλοποιείται, αλλά οι συμμετέχοντες θα δέχονται ένα επίδομα, το οποίο θα χρησιμοποιούν για να πληρώνουν με αυτό είτε μία δημόσια υπηρεσία, είτε έναν ιδιώτη, είτε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση.
Η δημόσια όμως υπηρεσία για να συνεχίσει να υπάρχει, οφείλει να γίνει ανταγωνιστική και ταυτόχρονα να καλύπτει μόνη της τα έξοδα λειτουργίας, μέσω των εισπράξεων από τους πολίτες που την επιλέγουν. Διαφορετικά θα οδηγείται στο κλείσιμο, μέτρο που μπορεί να συνδυασθεί με την εργασιακή εφεδρεία, αλλά και να κινητροδοτήσει μέσω του ΕΣΠΑ, αρκετούς δημοσίους υπαλλήλους να αποχωρήσουν από το δημόσιο και να δημιουργήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.
Παρόμοια παραδείγματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, αλλά ακόμα και για την κατασκευή κοινοτικών δρόμων.
Με απλά λόγια, σήμερα είναι ο κατάλληλος χρόνος, την ώρα που ξεθεμελιώνεται το κράτος της Μεταπολίτευσης, να αρχίσει η προσπάθεια δημιουργίας ενός άλλου, νέου, σύγχρονου και κοντά στον πολίτη.
Διαρθρωτικές αλλαγές – Κλειστά επαγγέλματα
Η χώρα χρειάζεται διαρθρωτικές αλλαγές και μια από αυτές αποτελεί και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται αυτό σήμερα να επιβληθεί παραπέμπει σε άλλες εποχές.
Η Κυβέρνηση, για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους, προβάλλει το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων ως ζήτημα προτεραιότητος για την ανάπτυξη, θέλοντας σκοπίμως να αποκρύψει τις μεγάλες ευθύνες της για την ύφεση στην οποία έχει επιβάλλει την ελληνική οικονομία.
Δεν λαμβάνεται υπόψη ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές, ειδικά στον τομέα αυτό, αφορούν δεκάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες στις οποίες πρέπει να δοθεί ένα μεταβατικό στάδιο ώστε να μπορέσουν να προγραμματίσουν στοιχειωδώς ένα διαφορετικό μέλλον από αυτό που αρχικά είχαν σχεδιάσει.
Θα πρέπει να πάρει ακόμα υπόψη της και την εμπειρία και άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια σειρά επαγγέλματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τον τομέα των μεταφορών στην Ιρλανδία και την Αυστρία για τα φαρμακεία.
Όσο επίσης και αν είναι υπερβολικός ο παραλληλισμός, πρέπει η Κυβέρνηση να θυμάται ότι στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης στον 20ό αιώνα, είδαμε ουσιαστικά να καταστρέφεται η ζωή πολλών γενεών στην προσπάθεια να οικοδομηθεί, μελλοντικά πάντα, ο πραγματικός σοσιαλισμός.
Ας μην επιχειρήσουν, λοιπόν, το ίδιο στην Ελλάδα καταστρέφοντας τη ζωή χιλιάδων οικογενειών σε μια βίαιη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομία μας, χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα, αναζητώντας αντίβαρα της αδιέξοδης οικονομικής τους πολιτικής.
Τέλος, πολλοί από εμάς που είμαστε αναφανδόν υπέρ των διαρθρωτικών αλλαγών, καλό είναι να συνεχίσουμε να τις υποστηρίζουμε, ακόμα και όταν θα μας αφορούν και θα μειώνουν το οικονομικό μας επίπεδο.
Γυναικεία επιχειρηματικότητα
Γίνεται πολλή συζήτηση εδώ και λίγα χρόνια για τη γυναικεία επιχειρηματικότητα, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές με την ανεργία των γυναικών και θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στο θέμα αυτό, από μια όμως εντελώς διαφορετική σκοπιά.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη EUROSTAT, η διαφορά ανδρικής και γυναικείας ανεργίας στην Ελλάδα είναι περίπου στο 7%. Συγκεκριμένα, το 2009 η πρώτη ήταν 6,9% και η δεύτερη 13,2%, ενώ το 2010 ήταν 8,5% και 15,9% αντίστοιχα.
Όταν μετρούμε όμως την ανεργία υπολογίζουμε πάντα αυτή που προέρχεται από τη μισθωτή εργασία, χωρίς να υπολογίζουμε την προερχόμενη από τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους.
Αν, λοιπόν υπήρχαν στοιχεία, μέσα στη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης, για όλους όσοι επέλεξαν να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση ή να στήσουν το δικό τους μαγαζί και τώρα είναι άνεργοι, βλέποντας κόπους χρόνων να πηγαίνουν χαμένοι, τα αποτελέσματα για την ανεργία θα ήταν διαφορετικά.
Την πεποίθησή μας αυτή τη βασίζουμε στην άποψη ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αφορά κυρίως τους άνδρες και ως απόδειξη αναφέρω ότι σύμφωνα με έρευνες, μόνο το 20% των επιχειρηματιών είναι γυναίκες.
Συνδυάζοντας, λοιπόν, τις δύο διαφορετικής προέλευσης μορφές ανεργίας, είναι πολύ πιθανό η διαφορά στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών να μην απηχεί την πραγματικότητα και να μην υπάρχει λόγος να έχουμε προγράμματα γυναικείας επιχειρηματικότητος στο ΕΣΠΑ, αλλά να χρησιμοποιήσουμε τους σχετικούς πόρους παραγωγικά και να τους κατευθύνουμε προς νέα προγράμματα στήριξης των ανέργων, αυτοαπασχολούμενων και μικρομεσαίων επιχειρηματιών.
Ανεργία νέων επιστημόνων – Επιχειρηματικότητα
Η βαθιά ύφεση που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία, ως αποτέλεσμα των αποτυχημένων κυβερνητικών πολιτικών οι οποίες συνοδεύουν το μνημόνιο, δημιουργεί ένα σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, από το αντίστοιχο της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα, λοιπόν, λόγω της ύπαρξης ενός εκπαιδευτικού συστήματος που δεν διαθέτει καμία σύνδεση με την αγορά και την παραγωγή, οδηγούνται χιλιάδες επιστήμονες, κυρίως νέοι, σε αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό.
Έτσι, ενώ παλαιότερα κάναμε εξαγωγή ανειδίκευτων εργατών, σήμερα εξάγουμε επιστήμονες προικισμένους, πολλές φορές, με εξαιρετικές δυνατότητες.
Τα στοιχεία στη κατεύθυνση αυτή είναι αμείλικτα. Μόνο το πρώτο πεντάμηνο του 2011, 35.000 περίπου συμπατριώτες μας συμπλήρωσαν το ευρωπαϊκό βιογραφικό διεκδικώντας μια θέση εργασίας στην Ευρώπη προστιθέμενοι στους περισσότερους από 115.000 – 140. 000 επιστήμονες που δραστηριοποιούνται σήμερα σε όλο τον κόσμο, με το 16% μάλιστα από αυτούς να μην επιθυμεί να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα.
Υπάρχουν βέβαια πολλοί, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το φαινόμενο θετικά, θεωρώντας ότι η παγκοσμιοποίηση δίνει ευκαιρίες που πρέπει να εκμεταλλευθούμε.
Όταν όμως η φυγή οφείλεται στην ισχνή παραγωγική μας βάση, στην υστέρηση στην έρευνα στη τεχνολογία και στην καινοτομία, αλλά και στις περιορισμένες ευκαιρίες ακόμη και για επαγγέλματα όπως του γιατρού και του δικηγόρου, εύκολα κατανοεί κανείς ότι το θέμα είναι περισσότερο σύνθετο και υπάρχει επιτακτική ανάγκη να ακολουθήσουμε στοχευόμενες πολιτικές ανάπτυξης που θα μειώσουν την έκταση και τις προφανείς παρενέργειες του φαινομένου.
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να μειωθεί αν πάρουμε υπόψη δύο υφέρπουσες κινήσεις που συντελούνται.
Η πρώτη γίνεται φανερή στις συζητήσεις μας με Πανεπιστημιακούς με γνωστικό αντικείμενο την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και το management και οι οποίοι επιμένουν ότι πλέον πολλοί φοιτητές, γνωρίζοντας τις πολύ δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά στελεχών, αλλά και στο δημόσιο τομέα, σκέφτονται σοβαρά να δημιουργήσουν δικές τους εταιρίες.
Η δεύτερη αφορά το σταδιακό σταμάτημα της αφαίμαξης της επαρχίας από επιστημονικό δυναμικό. Η κρίση έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τις συνθήκες στην ήδη κορεσμένη αγορά, για επιστημονικά επαγγέλματα, της Αττικής και της Θεσσαλονίκης και αρκετοί νέοι επιστήμονες επιλέγουν ως τόπο εγκατάστασης τις μικρότερες πόλεις της επαρχίας, ενώ είναι αρκετοί εκείνοι που αρχίζουν να ακολουθούν την αντίθετη, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες κατεύθυνση, κινούμενοι από την Αττική προς την Περιφέρεια.
Με όχημα, λοιπόν, το ΕΣΠΑ και τον αναπτυξιακό νόμο μπορούμε να δημιουργήσουμε πολιτικές που θα ενσωματώνουν ουσιαστικά κίνητρα για την επιχειρηματικότητα των νέων επιστημόνων, την μετεγκατάσταση στις επαρχιακές πόλεις επιστημονικού δυναμικού και την αγροτική εκμετάλλευση με σύγχρονες μεθόδους.
Από την άλλη πλευρά και τα Προγράμματα Σπουδών πολλών Πανεπιστημιακών Σχολών πρέπει να εμπλουτισθούν με μαθήματα για την επιχειρηματικότητα και σε συνεργασία με τους τοπικούς παραγωγικούς φορείς να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επαφή με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς.
Επιχειρηματική Ηθική – Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη – Η πολιτική βλάπτει την επιχειρηματικότητα
Πέρα από προγράμματα και θέσεις, η Νέα Δημοκρατία οφείλει να προβάλει και την ανάγκη να διέπεται η επιχειρηματικότητα από τους κανόνες της ηθικής και της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, αλλά και να δρα απεξαρτημένη από την πολιτική.
Επιχειρηματική Ηθική
Με την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία σε μεγάλο βαθμό προήλθε από την ασυδοσία των διεθνών αγορών χρήματος, η συζήτηση περί ηθικής στην επιχειρηματική δράση επανήλθε στο προσκήνιο. Ταυτόχρονα, η συζήτηση αυτή πήρε και την ελληνική της διάσταση, βασιζόμενη, κυρίως, στη διαπλοκή της πολιτικής με την επιχειρηματικότητα, η οποία έχει και αυτή μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή δραματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Πώς ορίζεται, όμως, η επιχειρηματική ηθική;
Κατά κανόνα ορίζεται ως ο κώδικας των αξιών που πρέπει να διέπουν τη δράση μίας επιχείρησης και έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Milton Friedman, ο οποίος έλεγε ότι: «Σε μία ελεύθερη αγορά η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων που λειτουργούν σε αυτήν είναι μόνον μία και συγκεκριμένα είναι η αξιοποίηση των παραγωγικών τους πόρων για την άνοδο της κερδοφορίας τους και την ανταμοιβή των επενδυτών τους».
Μπορεί, όμως, μία επιχείρηση, έχοντας στον πυρήνα της δράσης της αρχές ηθικής, να αναπτυχθεί και να παράγει πλούτο;
Αβίαστα απαντούμε ναι, διότι ανήκουμε σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η δράση σε όλο το φάσμα της ζωής, δημιουργεί ίδιας μορφής αντίδραση.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να λειτουργεί μια επιχείρηση με γνώμονα το συμφέρον των πελατών, των προμηθευτών, των εργαζομένων σ’ αυτήν, αλλά και του κοινωνικού συνόλου και η αγορά να μην αντιδρά θετικά.
Αντίθετα, μια τέτοια επιχειρηματική δράση που προάγει τον υγιή ανταγωνισμό, διαχέει ευκαιρίες και πλούτο, κερδίζει την εμπιστοσύνη της αγοράς και αποκτά καλή φήμη στην κοινή γνώμη και το καταναλωτικό κίνημα, μια φήμη η οποία, μάλιστα, στη σημερινή εποχή των νέων τεχνολογιών και της ηλεκτρονικής δικτύωσης, μπορεί να πολλαπλασιασθεί με γεωμετρική πρόοδο και σε ελάχιστο χρόνο.
Με τον ίδιο, φυσικά, τρόπο μπορεί να διογκωθεί αρνητικά μια επιχειρηματική δράση, χωρίς κανόνες ηθικής και να εξαφανίσει πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μιας εταιρίας.
Δεν πρέπει, επίσης, να μας διαφεύγει το γεγονός της άνετης προσέλκυσης ικανών στελεχών από τις εταιρίες οι οποίες διαθέτουν αξιακό κώδικα, πλεονέκτημα μεγάλο σήμερα που η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί σημαντική προτεραιότητα κάθε επιχείρησης.
Δεν παραγνωρίζουμε, βέβαια, ότι η προσέγγιση της επιχειρηματικής δραστηριότητος με έναν παρόμοιο τρόπο μπορεί να μην έχει άμεσα αποτελέσματα, πιστεύουμε, όμως, ότι με διαρκή προσπάθεια, κυρίως από τους επικεφαλής και σταδιακή εμπέδωση μιας αντίστοιχης συλλογικής συνείδησης σε όλα τα επίπεδα μιας εταιρίας, θα έχουμε αργά ή γρήγορα αποτελέσματα απίστευτα σημαντικά.
Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη
Δύσκολα μπορεί κανείς να ορίσει την έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, και ακόμη πιο δύσκολα να την κάνει πράξη, με συνέπεια και φερεγγυότητα. Σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κοινωνικά υπεύθυνη είναι η εταιρεία που ενσωματώνει σε εθελοντική βάση κοινωνικές και οικολογικές ανησυχίες στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, καθώς και στις επαφές της με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.
Κοινωνικά υπεύθυνη είναι η εταιρεία που θέτει ως προτεραιότητα τις αρχές της επιχειρηματικής ηθικής. Είναι η μονάδα εκείνη που βλέπει τον εαυτό της μόνον ως ψηφίδα του «μωσαϊκού» που λέγεται επιχειρηματικό περιβάλλον και λαμβάνει υπόψη στις βασικές πρακτικές της την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ως εκ τούτου την ποιότητα της καθημερινότητας του απλού εργαζομένου, τη διαφάνεια και την ασφάλεια.
Η είσοδος της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στη διεθνή επιχειρηματική ορολογία των τελευταίων ετών, δεν είναι τυχαία. Η εξέλιξή της σε έναν από τους πλέον απαιτητικούς τομείς δραστηριότητας της σύγχρονης επιχείρησης υποδηλώνει το ειδικό της βάρος.
Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη δεν είναι παρά ο καθρέφτης της δραστηριότητας μίας επιχείρησης, η συνειδητοποίηση της επιρροής της στην ευρύτερη κοινότητα.
Η πολιτική βλάπτει την επιχειρηματικότητα
Κανείς Έλληνας, νομίζω, ο οποίος παρακολουθεί από κοντά, ή ακόμα και από απόσταση, τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, δεν αμφιβάλλει ότι η συζήτηση που αναπτύσσεται κατά καιρούς για τη σχέση πολιτικής και επιχειρηματικότητος, γίνεται με σαφώς υποκειμενικούς όρους.
Έτσι, οι εκπρόσωποι των επιχειρηματιών αποσιωπούν ή στην καλύτερη περίπτωση αναφέρουν φευγαλέα ότι, ένα σημαντικό τμήμα της μεγάλης επιχειρηματικότητος είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κρατικοδίαιτο. Δεν αναφερόμαστε, βέβαια, στις επιδοτήσεις του αναπτυξιακού νόμου ή τις επιχορηγήσεις μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, αλλά σε υπερκοστολογημένες δημόσιες προμήθειες και δημόσια έργα, μέσω των οποίων ουσιαστικά μεταφέρονται πόροι, από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η έκφραση «Για να γίνεις μεγάλος επιχειρηματίας πρέπει να έχεις δουλειές με το δημόσιο».
Από την άλλη, οι πολιτικοί φαίνεται να ξεχνούν ότι το «παιχνίδι» αυτό έχει δύο παίκτες. Έτσι, στην «απέναντι πλευρά του τραπεζιού», κάθονται ορισμένοι συνάδελφοί τους οι οποίοι ουσιαστικά χρησιμοποιούν την ιδιότητα του πολιτικού με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους και έχουν γραμμένη στα παλιά τους τα παπούτσια την κατά Max Weber ουσία της πολιτικής που σε ελεύθερη μετάφραση θέλει «φιλοδοξία της πολιτικής να είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών».
Φυσικά, καλό είναι να αποφεύγεται η γενίκευση και η ισοπεδωτική αντίληψη διότι όλοι, είτε είναι επιχειρηματίες είτε είναι πολιτικοί, δεν είναι ίδιοι. Αντίθετα, υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι κάτω από αντίξοες συνθήκες προσπαθούν να επιτελέσουν με τον καλύτερο τρόπο τον θεσμικό τους ρόλο, αλλά και επιχειρηματίες που αναπτύσσουν τις εταιρίες τους μακριά από την ασφαλή στέγη του δημοσίου.
Βεβαίως, ανήκουμε σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η σχέση πολιτικής και επιχειρηματικότητας βλάπτει, κατά κανόνα, τη δεύτερη και ως παράδειγμα θα αναφέρουμε την παύση λειτουργίας δεκάδων επιχειρήσεων με στήριγμα αποκλειστικά τη διαπλοκή και τις οποίες οι διοικήσεις τους δεν φρόντισαν να καταστήσουν ανταγωνιστικές.
Αντίθετα, δεν έχουμε δει κανέναν πολιτικό να τιμωρείται έως σήμερα για παράνομες δραστηριότητες, διότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ο τρόπος που λειτουργεί το πόθεν έσχες, αλλά και η βουλευτική ασυλία αποτελούν στην πραγματικότητα αναχώματα σε κάθε προσπάθεια απόδοσης δικαιοσύνης σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Παρήγορη εξέλιξη αποτελούν, φυσικά, οι σχετικές πρωτοβουλίες που παίρνει σήμερα η Νέα Δημοκρατία με την πρόταση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Το τμήμα τέλος της επιχειρηματικής τάξης το οποίο είναι κρατικοδίαιτο με την έννοια που αναφέραμε προηγουμένως, οφείλει να κατανοήσει ότι η εποχή που το κράτος δανειζόταν και μετά μέσω των δημοσίων προμηθειών πλούτιζαν ορισμένοι πολιτικοί και επιχειρηματίες, αργά αλλά σταθερά μπαίνει στο περιθώριο κάτι που επίσης μετ’ επιτάσεως οφείλουμε σταθερά να προβάλλουμε στη Νέα Δημοκρατία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σήμερα, η Νέα Δημοκρατία συμμετέχει σε μία Κυβέρνηση ειδικού σκοπού και περιορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση των πολιτικών αρχηγών.
Σκοπός της είναι η υπογραφή της δανειακής σύμβασης για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και η ψήφιση των συνοδευτικών αυτής πολιτικών.
Από την πλήρη άρνηση του μνημονίου η ΝΔ, κάτω από την πίεση που δημιούργησαν αφενός η λανθασμένη κυβερνητική οικονομική πολιτική και αφετέρου το πυροτέχνημα του δημοψηφίσματος για το ευρώ, αναγκάσθηκε, με σκοπό να προασπίσει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, να «βάλει νερό στο κρασί της».
Ταυτόχρονα όμως διέρρηξε τις σχέσεις της, προσωρινά ελπίζουμε, με τμήματα της λαϊκής της βάσης, αλλά και όλου του ελληνικού λαού που προσέβλεπαν σ’ αυτή, ως δύναμη ελπίδας για το μέλλον.
Πιστεύουμε επίσης ότι η αναπόφευκτη αυτή κίνηση δύσκολα θα λειτουργήσει ως γέφυρα επικοινωνίας με τα τμήματα εκείνα του εκλογικού σώματος που γοητεύονται από τους κάθε λογής εκσυγχρονισμούς και τις πάσης φύσεως διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις «οδύνες του τοκετού», οι οποίες άλλωστε σε μεγάλο βαθμό δεν τους αφορούν.
Τους επόμενους, λοιπόν, μήνες, η Νέα Δημοκρατία πρέπει να εξηγήσει με έμφαση αυτήν την αλλαγή στάσης, αλλά και με ενέργειες, όπως η πρόσφατη διατύπωση επιφυλάξεων και αντιρρήσεων για την ακολουθούμενη έως σήμερα πολιτική, στην επιστολή του Αντώνη Σαμαρά προς τους αρχηγούς των κομμάτων τα οποία μετέχουν στο ΕΛΚ, να πιστοποιήσει ότι συνεχίζει να αποτελεί δύναμη αλλαγής και ελπίδας.
Τέλος, επειδή προβλέπεται να υπάρξει μια αναπόφευκτη άνοδος της αριστεράς, η Νέα Δημοκρατία οφείλει να δώσει τη μάχη της και σε ιδεολογικό επίπεδο, ώστε να μπορέσει να αναδειχθεί ως η κύρια πολιτική επιλογή του αστικού χώρου.
Μονόδρομος, λοιπόν, για τη Νέα Δημοκρατία είναι να αναδείξει ως κύριους άξονες του προγράμματός της τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και του ιδιωτικού τομέα και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα.
Χωρίς περιστροφές, χωρίς ψάρεμα στα θολά …….