ΑΡ. ΠΡΩΤ.: 469 22/2/2023
Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2023
ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς: Τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γεωργαντά
(Υπ’ όψιν υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Στύλιο)
Θέμα: «Κατάργηση ανταποδοτικού τέλους 2% για τον έλεγχο του αγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού που διατίθεται»
Με τον Ν. 1564/1985 το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΔΑΟ), και συγκεκριμένα το τμήμα Α1 της Διεύθυνσης Φυτογενετικών Πόρων και Πολλαπλασιαστικού Υλικού Καλλιεργούμενων Φυτικών Ειδών της Γενικής Διεύθυνσης Βιώσιμης Φυτικής Παραγωγής, επέβαλε ανταποδοτικό τέλος ίσο με το 2% της αξίας του αγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού όπως προσδιορίζεται βάσει των τιμών αναφοράς που ορίζονται στις σχετικές εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις.
Το παραπάνω ανταποδοτικό τέλος 2% θεσπίστηκε από τον νομοθέτη, εισπράττεται δε και εγγράφεται στον ειδικό λογαριασμό σποροπαραγωγής και φυτωρίων, με σκοπό να διατίθεται για την αντιμετώπιση των αναγκών της υπηρεσίας. Ωστόσο, η υπηρεσία, έχει έσοδα από τις επιχειρήσεις σε πολλές περιπτώσεις, όπως είναι η έκδοση φυτοπαθολογικών εγγράφων, η διενέργεια των προβλεπόμενων τακτικών ελέγχων, η απασχόληση υπαλλήλων της για έλεγχο εκτός του κανονικού ωραρίου και τέλος με την αποστολή δειγμάτων φυτών στο Μπενάκειο Ίδρυμα.
Η επιβολή του παραπάνω ανταποδοτικού τέλους είναι υπέρμετρα επαχθής για τις ανθοκομικές επιχειρήσεις καθώς προστίθεται στο μεγάλο κόστος παραγωγής με τις οποίες ήδη επιβαρύνονται. Οι περισσότερες από αυτές, έχουν δαπανήσει πολλά ποσά για την περιβαλλοντολογική προστασία, την εφαρμογή μεθόδων εξοικονόμησης ενέργειας, τη διαφύλαξη των οικοσυστημάτων βιοποικιλότητας, τη χρήση ειδικών βιολογικών φαρμάκων, και την ορθή διαχείριση αποβλήτων. Με άλλα λόγια επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια ώστε να συμπορευτούν με το νέο Εθνικό Σχέδιο Δράσης Κυκλικής Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Μία συγκριτική επισκόπηση του νομοθετικού πλαισίου στο οποίο δραστηριοποιούνται οι αντίστοιχες Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καταδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι διατηρούν σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των αντίστοιχων ελληνικών, διότι δεν είναι αναγκασμένες να καταβάλουν παρόμοια τέλη.
Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι ο κλάδος της Ελληνικής ανθοκομίας, επιχειρεί σε ένα Ευρωπαϊκό Επιχειρηματικό περιβάλλον έχοντας ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Το πιο πάνω επιχειρηματικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν οι Ελληνικές ανθοκομικές επιχειρήσεις, έχει φέρει σήμερα σε πολύ δύσκολη κατάσταση τους Έλληνες παραγωγούς. Ταυτόχρονα, όμως, αποθαρρύνει σημαντικούς ξένους επενδυτές, οι οποίοι έχουν δείξει, τα τελευταία χρόνια, εξαιρετικό ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας στον τομέα της ανθοκομίας εκμεταλλευόμενοι την γεωθερμία αλλά και τις λοιπές φυσικές πηγές παραγωγής ενέργειας.
Ο κλάδος της Ελληνικής ανθοκομίας εφάρμοσε πρωτοποριακές μεθόδους παραγωγής, συμπορεύτηκε με τους κρατικούς στόχους για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την αύξηση των εξαγωγών και αναμένει από την κυβέρνηση να επιδείξει την ανάλογη ευαισθησία προχωρώντας στην πλήρη κατάργηση του ανταποδοτικού τέλους 2%, τουλάχιστον για τη διάθεση των ανθοκομικών πολλαπλασιαστικών φυτών σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ερωτώνται οι κύριοι υπουργοί:
Σε ποιες ενέργειες προτίθενται να προβούν ώστε να καταργηθεί το ανταποδοτικό τέλος 2% για τον έλεγχο του αγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού που διατίθεται.
Ο ερωτών βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης
Στράτος Σιμόπουλος