Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Γερμανός φιλόσοφος και πολιτικός Μαξ Βέμπερ, σε μία διάλεξη με θέμα «η πολιτική ως επάγγελμα», απαρίθμησε τις ιδιότητες που πρέπει να κυριαρχούν στο χαρακτήρα ενός πολιτικού και ξεχώρισε το αίσθημα ευθύνης, την αίσθηση του μέτρου και την έλλειψη ματαιοδοξίας.
Σήμερα, εκατό περίπου χρόνια αργότερα και σε ένα πανταχόθεν βαλλόμενο Ελληνικό πολιτικό σκηνικό οι ιδιότητες αυτές, ενώ θεωρούνται απαραίτητες, είναι στην ουσία απλησίαστες από τον μέσο όρο των πολιτικών.
Δίπλα βέβαια στις προαναφερθείσες ιδιότητες μπορούν να τοποθετηθούν και ορισμένες άλλες, με εντελώς πρακτική σημασία, οι οποίες όμως είναι «εκ των ουκ άνευ» για την ενασχόληση με την πολιτική. Τέτοιες είναι,η σταθερή προσήλωση σε ορισμένες ηθικές αρχές, η ύπαρξη γνώσεων γενικών και ειδικών, η ελκυστικότητα και η ικανότητα παραγωγής έργου.
Ιδιαίτερα όμως οι δύο τελευταίες χρησιμοποιούνται σήμερα στην πολιτική, με έναν τρόπο, ο οποίος φωτογραφίζει σε όλο της το μεγαλείο την κρίση που την διαπερνά.
Συγκεκριμένα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η ελκυστικότητα, η δυνατότητα δηλαδή του πολιτικού να γίνεται αγαπητός, είναι απαραίτητη διότι λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας με τους πολίτες και του επιτρέπει αφενός να ανιχνεύει καλύτερα τις προσδοκίες τους και αφετέρου να τους οδηγεί σαν ηγέτης σε δρόμους πολλές φορές δύσκολους. Η ικανότητα επίσης στην παραγωγή έργου, συστατικό κάθε επιτυχημένης προσπάθειας, συνοδεύει ως απαραίτητη ιδιότητα τον πολιτικό ο οποίος, μέσα από μια σχέση ουσιαστικής προσφοράς, οφείλει να αναζητά και να δίνει λύσεις σε μια σειρά συλλογικών ή ατομικών προβλημάτων.
Οι δύο όμως αυτές ιδιότητες εξαντλούνται σήμερα,κατά ένα μεγάλο μέρος, στη συνεχή προσπάθεια του πολιτικού να επιβιώσει ανάμεσα σε μηχανισμούς ή να δημιουργήσει μηχανισμούς ως αντιστάθμισμα στην ύπαρξη κάποιων άλλων. Έτσι η προσπάθεια για την βελτίωση των συνθηκών ζωής του πολίτη αντικαθίσταται από τον συνεχή και ανηλεή αγώνα για πολιτική επιβίωση.
Πρωταγωνιστές στο σκηνικό αυτό είναι οι «μέτριοι»και οι «πρώτοι». Σαν «μέτριοι» εννοούνται όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν περιορισμένες γενικά δυνατότητες, ενώ σαν «πρώτοι» εννοούνται βέβαια όχι οι καλύτεροι, αλλά εκείνοι που, είτε από τύχη είτε από επιδίωξη, ευρίσκονται πάντα πλησίον των εξελίξεων. Έτσι καταφέρνουν να είναι συνέχεια δίπλα σε οποιαδήποτε θέση -καρέκλα δημιουργείται και να εξασφαλίζουν μετά εύκολα την κατοχή της,ανεξάρτητα αν πληρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτή απαιτεί.
Προέκταση του παραπάνω φαινομένου είναι το γεγονός ότι, όσοι «μέτριοι» θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική φροντίζουν να γίνουν«πρώτοι» ασχολούμενοι από μικρή ηλικία με τα κόμματα και όχι με την πολιτική.Προσπαθούν συγκεκριμένα, μέσα από την κομματική τους ανέλιξη και όχι μέσα από την επαγγελματική, μορφωτική η κοινωνική, να καταλάβουν θέσεις βάσει αρχαιότητος ή κομματικής προσφοράς. Φυσικά για δυνατότητες και κοινωνική προσφορά δεν γίνεται λόγος.
Χαρακτηριστική άλλωστε είναι και η παρακάτω φράση του αείμνηστου Αντώνη Τρίτση: «Εκείνο που με φοβίζει περισσότερο στην πολιτική είναι ο πόλεμος των μετρίων».
Συντελείται έτσι μέσα στα κόμματα μία συνεχής πάλη ανάμεσα στους «μέτριους» και «πρώτους» και στους ικανούς, πάλη η οποία στην ουσία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κρατά τους ικανούς μακριά από την παραγωγή έργου και αναγκάζει τα κόμματα να ομφαλοσκοπούν και τελικά να παίζουν πολύ περιορισμένο ρόλο σε κοινωνικό επίπεδο. Αποτέλεσμα όλων αυτών των καταστάσεων είναι η συνεχής πτώση του κύρους των πολιτικών, σε σημείο μάλιστα να ντρέπεται να εκφράσει κανείς τις όποιες πολιτικές του φιλοδοξίες φοβούμενος μήπως θεωρηθεί επαγγελματικά αποτυχημένος.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Με ποιόν τρόπο τα κόμματα θα καταφέρουν να κρατήσουν τους ικανούς;
Ένας είναι ο κυρίαρχος τρόπος. Η στροφή τους στην παραγωγή πολιτικού και όχι κομματικού έργου, στροφή η οποία θα ανοίξει διάπλατα τις πόρτες στην κοινωνία, όπου η μάχη για τους «μέτριους» θα είναι άνιση και οι ικανοί θα κερδίζουν καθημερινά.
Πρέπει επίσης οι πολιτικοί αρχηγοί να αντιληφθούν,διότι τα μη αρχηγικά κόμματα φαντάζουν ουτοπικά για την σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα,ότι ο βαθμός απόδοσης των στελεχών μέχρι κάποια βαθμίδα θα πρέπει να κρίνεται από τους ίδιους με συγκεκριμένα και όσο το δυνατόν αξιοκρατικότερα κριτήρια και όχι από αρχηγίσκους ή από τοπάρχες που μετασχηματίζουν κατά το δοκούν αυτή την απόδοση.
Τέλος πρέπει οι ικανοί να αντιληφθούν ότι δεν αρκεί να εξορκίζουν το πρόβλημα, αλλά να το λύσουν αγωνιζόμενοι συνεχώς μέσα στην πολιτική αρένα και όχι αποσυρόμενοι και αρνούμενοι να αντιπαρατεθούν με τους μηχανισμούς των «μέτριων» και «πρώτων».
Δημοσίευση: Εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – 22/08/1994