Είδε πρόσφατα τα φώτα της δημοσιότητος μια δημοσκόπηση σχετική με την εκτίμηση που τρέφουν οι Έλληνες στους πολιτικούς και όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια τα αποτελέσματά της ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικά. Σύμφωνα λοιπόν με τη δημοσκόπηση αυτή, λίγοι Έλληνες τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση στους πολιτικούς και το φαινόμενο παρουσιάζει αυξητική τάση μεταξύ των νέων, οι οποίοι μάλιστα, σε αντίθεση με ότι γενικά πιστεύεται, έχουν θετική στάση απέναντι στη πολιτική. Χωρίς να στερείται βάσης,η κυριαρχούσα αυτή άποψη είναι υπερβολική και άδικη, τοποθετώντας στο ίδιο καλάθι ανθρώπους με διαφορετική πορεία, προσφορά και δυνατότητες,επιβεβαιώνοντας έτσι την λαϊκή ρήση μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.ʼ Άλλωστε η αμφισβήτηση στην εξουσία υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων και διαχέεται σε όλες τις ιστορικές περιόδους, με προεξάρχοντες βέβαια τους Έλληνες αρχαίους φιλοσόφους. Μεταξύ αυτών ο Ισοκράτης έλεγε: «Οι χειρότεροι εξουσιάζουν τους καλύτερους και οι πιο κουτοί τους μυαλωμένους», ενώ ο Δημόκριτος συμπλήρωνε: «Χαλεπόν άρχεσθαι υπό χείρονος». Ακόμη και ο Πλάτων σημειώνει πως «Η απόλαυση της εξουσίας είναι η η δονικότερη των ηδονών και όποιος την ασκεί ρέπει προς την αυθαιρεσία και τη διαφθορά». Στο ίδιο μήκος κύματος ευρίσκεται και ο Δημοσθένης λέγοντας: «Κρίνω και αποφασίζω χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να προσδοκώ οικονομικό όφελος. Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι κέρδισα κάτι από τους λόγους και τις πράξεις μου στην πολιτική μου ζωή», αλλά και ο Πλούταρχος, ο οποίος με κοφτό τρόπο αναφέρει: «Ούτε μαχαίρι στο παιδί, ούτε στον αμαθή εξουσία». Το γενικότερο κλίμα επιβεβαιώνει και ο Καίσαρ στο Μάρκο Αντώνιο, εξομολογούμενος πως θέλει κοντά του ανθρώπους αναίσθητους που να κοιμούνται ήσυχα τη νύχτα και όχι ανθρώπους σαν τον Κάσσιο που σκέφτεται πολύ και όλο διαβάζει και είναι επικίνδυνος. Από τους πιο σύγχρονους, ιδιαίτερα αιχμηροί είναι οι Ανατόλ Φρανςκαι Μπερνάρ Σω. Ο πρώτος εκδηλώνει την απέχθειά του για την πολιτική δηλώνοντας πως δεν είναι τόσο ατάλαντος για να ασχοληθεί με αυτή και ο δεύτερος σημειώνοντας: «Είναι ηλίθιος και νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Αυτό σημαίνει ότι είναι κατάλληλος για πολιτική σταδιοδρομία». Τέλος ιδιαίτερα αιχμηρός είναι ο Στήβενσον που λέει πως το επάγγελμα του πολιτικού είναι το μόνο που δεν χρειάζεται προπαρασκευή. Πού οφείλεται λοιπόν η διαχρονική αυτή υποτίμηση των πολιτικών και γιατί σήμερα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις βάλλοντας κατά δικαίων και αδίκων; Κύρια αιτία αποτελεί το τεράστιο εύρος δυνατοτήτων και χαρισμάτων που πρέπει να διαθέτει ο «τέλειος» πολιτικός. Διότι οι σύγχρονοί του τον κρίνουν και φυσιολογικά τον κατακρίνουν, έχοντας σαν μέτρο σύγκρισης πάντα το ιδεατό,αρνούμενοι κατά κανόνα να δουν την διαχρονική βελτίωση στο επίπεδο της ζωής τους, στη δημιουργία του οποίου συμμετείχαν και αυτοί οι πολιτικοί, που τώρα απορρίπτουν. Πώς όμως είναι ο τέλειος πολιτικός; Πώς ξεδιπλώνει τις πτυχές του ταλέντου του στην τακτική, στη στρατηγική, στην προοπτική, στη διπλωματία και στην παραγωγή έργου; Στις ερωτήσεις αυτές οι απαντήσεις βέβαια βασίζονται στις γνώμες για τους ηγέτες πολιτικούς, διότι αυτοί είναι που πρέπει να διαμορφώνουν, κυρίαρχα την άποψη της κοινωνίας, για την πολιτική και όχι οι έχοντες μικρότερη ακτινοβολία οι οποίοι απλά αποτελούν το όχημα των ηγετών για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας. Αποκαλυπτικός στα θέματα αυτά είναι ο γνωστός και μη εξαιρετέος ηια την πολιτική του έναντι της Ελλάδος ο Χένρυ Κίσσινγκερ σε διάφορα σημεία του βιβλίου του «ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ». Ένας μεγάλος πολιτικός αναφέρει λοιπόν ο Κίσσινγκερ πρέπει να είναι και παιδαγωγός, πρέπει να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στο μέλλον του λαού του και την εμπειρία του.Ένας ηγέτης που περιορίζει το ρόλο του στην εμπειρία του λαού του,καταδικάζεται σε στασιμότητα. Ο ηγέτης που ξεπερνά τα όρια της εμπειρίας του λαού του διατρέχει τον κίνδυνο να μην γίνει κατανοητός. Κριτήριο της ικανότητος ενός πολιτικού, συνεχίζει σε άλλο σημείο, είναι το αν μπορεί να διακρίνει μέσα από την δίνη των αποφάσεων τακτικής τα πραγματικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα του τόπου του και να σχεδιάζει την κατάλληλη στρατηγική για να επιτύχει. Ακόμη,ουσιαστικό κριτήριο ενός πολιτικού, είναι να ξέρει πώς να εκτιμά την σχέση των δυνάμεων και να τις χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση των μακροπρόθεσμων σκοπών του. Ο λαός μακροπρόθεσμα δεν σέβεται τους ηγέτες που καθρεφτίζουν τις δικές του ανασφάλειες ή βλέπουν μόνο τα συμπτώματα των κρίσεων και όχι τις μακροχρόνιες τάσεις. Ο ρόλος του ηγέτη είναι να πάρει επάνω του το βάρος της δράσης με βάση την εμπιστοσύνη στη δική του εκτίμηση για το πού πηγαίνουν τα πράγματα και πώς μπορούν να επηρεασθούν. Είναι στη φύση των ηγετών σημειώνει ο Κίσσινγκερ να διπλασιάζουν τις προσπάθειες τους, όχι να τις εγκαταλείπουν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μία δύστροπη πραγματικότητα. Όλοι οι μεγάλοι ηγέτες βαδίζουν μόνοι. Η μοναδικότητά τους πηγάζει από την ικανότητα που έχουν να διακρίνουν προκλήσεις τις οποίες δεν μπορούν να δουν οι σύγχρονοί τους. Οι μεγάλοι πολιτικοί και όταν ακόμη ακολουθούν μία πραγματιστική πολιτική, την βασίζουν σε κάποια πάγια αρχή για να μην αποσυντίθεται η ικανότητά της στο πεδίο της τακτικής σε τυχαίες κινήσεις. Σε άλλο σημείο, ο πρώην υπουργός εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, αναφέρει πως η επιπολαιότητα είναι δαπανηρό χόμπι για έναν πολιτικό και κάποια στιγμή πρέπει να πληρωθεί το τίμημά της.Ενέργειες, σύμφωνα με διαθέσεις της στιγμής και άσχετες με οποιαδήποτε σφαιρική στρατηγική, δεν μπορούν να γίνονται επ’ αόριστον. Η ευθύνη των πολιτικών έχει να κάνει περισσότερο με την λύση προβλημάτων παρά με την ενατένιση τους. Για ηγέτες που δεν μπορούν να διαλέξουν μία από τις εναλλακτικές λύσεις, η περίσκεψη γίνεται άλλοθι για την απραξία. Τέλος, είναι η πραγματικότητα και όχι η δημοσιότητα αυτή που καθορίζει αν ένας πολιτικός έχει κάνει κάτι το διαφορετικό και οι σαστισμένοι πολιτικοί είναι εκείνοι, που έχουν την τάση να υποκαθιστούν την έλλειψη προσανατολισμού με ελιγμούς δημοσίων σχέσεων. Πρέπει λοιπόν να διαθέτει ιδιαίτερα χαρίσματα και δεξιότητες εκείνος ο πολιτικός που θα ανέβει στα ύπατα αξιώματα και είναι αδύνατον να τα διαθέτει ο μέσος όρος του πολιτικού κόσμου. Μόνο από ανθρώπους, που επιθυμούν και προσπαθούν να γίνουν Πρόεδροι Δημοκρατίας και Πρωθυπουργοί, πρέπει να απαιτούνται δυνατότητες»τέλειου πολιτικού». Για τους άλλους απαιτείται ικανότητα παραγωγής έργου,εντιμότητα, κοινή λογική και στοιχειώδης πολιτική σκέψη και όταν τέλος πάντων ο μέσος πολίτης ερωτάται αν έχει σε εκτίμηση τους πολιτικούς, ας σκέφτεται, ότι σήμερα ο μέσος όρος είναι πολύ καλύτερος από το παρελθόν και ότι ο Ελληνισμός προχώρησε στον εικοστό αιώνα χάριν βέβαια των δικών του προσπαθειών, αλλά και βοηθούμενος από τους οραματισμούς μεγάλων πολιτικών και τις προσπάθειες κάποιων «μικρότερου» διαμετρήματος.
Δημοσίευση: Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – 01/11/1998