ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ – ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΕΣ

0

Με αφορμή την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές, επανήλθε πάλι στοπροσκήνιο, η συζήτηση για τη θέση της επικοινωνίας στη πολιτική, αλλά και η ανάγκη επιτάχυνσης της υλοποίησης του κυβερνητικού έργου.

Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η επικοινωνία δεν πρέπει να καλύπτει η να χαλιναγωγεί την πολιτική και ότι ο κύριος στόχος κάθε πολιτικής ενασχόλησης πρέπει να είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου (οικονομικού, μορφωτικού,πολιτιστικού, κ.λπ.) όλων όσων δεν έχουν πρόσβαση, στα συστήματα εξουσίας, τα οποία διαμορφώνονται σε μία ελεύθερη κοινωνία.

Η άποψη αυτή, φιλελεύθερη στο πυρήνα της, αντιπαρατίθεται ευθέως σε απόψεις που προτάσσουν τον πλήρη ή μερικό έλεγχο της οικονομίας από το κράτος,επιθυμώντας ουσιαστικά ένα απέραντο και παντοδύναμο σύστημα εξουσίας, το οποίοθα καταδυναστεύει τον πολίτη.

Σε ποιο όμως βαθμό μπορεί να επιτευχθεί η αποτελεσματικότητα στη παραγωγή έργου, όταν αρκετοί από τους πολιτικούς, οι οποίοι καλούνται να την υλοποιήσουν δεν έχουν τεχνοκρατική επάρκεια, ή πολλοί από τους τεχνοκράτες που χρησιμοποιούνται στη κυβερνητική μηχανή δεν διαθέτουν πολιτική επάρκεια;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά απλή και είναι η εξής:

ΟΧΙ ΣΤΟ ΒΑΘΜΟ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ.

Διότι, όποιος δεν κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του, εύκολα αντιλαμβάνεται,ότι η πολιτική σήμερα, ιδίως η κυβερνητική, χρειάζεται πολιτικούς τεχνοκράτες και τεχνοκράτες πολιτικούς.

Διαφορετικά χρησιμοποιώντας κάποιες φορές στην κυβερνητική μηχανή, από τις πλέον υψηλές θέσεις τις υπουργικές, έως τις χαμηλότερες, ανθρώπους χωρίςδυνατότητες διοίκησης, με όποιες ιδιότητες αυτή απαιτεί, είναι λογικό η επικοινωνία ή η επικοινωνιακή διαχείριση να αποτελεί την πρώτη τους επιλογή. Αναγκάζονταιέτσι να κρύβουν τα προβλήματα «κάτω από το χαλί» αντί να ενδιαφέρονται να δώσουν λύσεις, να κάνουν μεταρρυθμίσεις και γενικά να προχωρήσουν γρήγορα την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου.

Μοιραία όμως κάποια προβλήματα χρονίζουν και επανέρχονται, ενώ ο λογαριασμόςαπό τους πολίτες, έρχεται και αυτός στις επόμενες εκλογές.

Βέβαια, τα ίδια προβλήματα ανακύπτουν όταν διορίζονται σε κυβερνητικές θέσεις τεχνοκράτες, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται ότι πίσω από τους αριθμούς βρίσκονται άνθρωποι και πολλές φορές γενιές ολόκληρες και μοναδικός τους στόχος είναι η παραγωγή καλών αποτελεσμάτων στους ισολογισμούς των δημοσίωνεπιχειρήσεων. Έτσι λοιπόν, χωρίς δυνατότητα πολιτικής προσέγγισης των θεμάτων,δεν φροντίζουν να δημιουργούν εκ των προτέρων τις κατάλληλες εκείνες συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να ενεργήσουν, σε ένα πρόσφορο και χωρίς μεγάλες κοινωνικές εντάσεις έδαφος.

Στο σημείο αυτό, οφείλω να τονίσω, ότι κατανοώ ότι ο απαιτούμενος συνδυασμός ιδιοτήτων, δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεθεί. Σίγουρα όμως δεν πρόκειται ναβρεθεί, όσο οι κομματικές ηγεσίες κάνουν επιλογές για τα ψηφοδέλτια τους, έχοντας μοναδικό, κατά νου κριτήριο, τη δυνατότητα προσέλκυσης ψήφων,προτιμώντας τις λεγόμενες «λαμπερές» υποψηφιότητες ή επιλέγοντας ανθρώπους με θεωρητικά πάντα  «κληρονομιά ψήφων». Δεν θα διαφωνήσω βέβαια ότι σε ένα βαθμό κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, διότι δεν πρόκειται να κυβερνήσουν αν δεν κερδίσουν τις εκλογές. Η δοσολογία όμως είναι αυτή που τρομάζει και η περί του αντιθέτου απόψεις δεν πείθουν, όταν ακόμη και όταν είναι απολύτως σίγουρο, ότι θα κερδίσουν τις εκλογές (Ν.Δ. το 2004, ΠΑΣΟΚ το 1996), συγκροτούν ταψηφοδέλτια με τον γνωστό και παραδοσιακό τρόπο. Το επιχείρημα επίσης, ότι τελικά τέτοια πρόσωπα επιλέγει ο λαός, ακυρώνει στην ουσία την έννοια της ηγεσίας στη πολιτική, που θέλει τους ηγέτες να βρίσκονται μπροστά από το λαό και να τον καθοδηγούν, όχι όμως από μεγάλη απόσταση, ώστε να μπορούν πάντα να αφουγκράζονται τα οράματα και τις αγωνίες του.

Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής, ότι οι κομματικές ηγεσίες κινούμενες με τον παραδοσιακό τρόπο, διαστρεβλώνουν και την έννοια της δημοκρατίας, διότι γνωρίζοντας τις περιορισμένες δυνατότητες άσκησης διοίκησης από αρκετούς εκλεγμένους, κυβερνούν με άλλους διορισμένους. Εκεί λοιπόν αρχίζειη επόμενη, κάποιες φορές για γέλια, διαμάχη που βλέπουμε ενίοτε να διαδραματίζεται στα τηλεπαράθυρα, με τους πρώτους να στρέφονται εναντίον των διορισμένων, ενώ οι τελευταίοι, κυβερνώντες στην ουσία, λογοδοτούν μόνον σε αυτούς, οι οποίοι τους διόρισαν.

Αν όμως τα ψηφοδέλτια περιελάμβαναν και ανθρώπους που διαθέτουν αποδεδειγμένη πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια και δυνατότητα να επικοινωνήσουν αυτές τις ιδιότητες στο εκλογικό σώμα, το συνολικό αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς καλύτερο. Πώς όμως θα προσελκύσουμε τέτοιους ανθρώπους στην πολιτική όταν θα έχουν να ανταγωνισθούν ηθοποιούς, αθλητές, τηλεαστέρες, ωραίες κυρίες,γόνους πολιτικών οικογενειών, συνδικαλιστές ξεκομμένους από την κοινωνία και «κολλητούς» κομματικών αξιωματούχων ή πρωτοκλασάτων στελεχών; Σε καμία βέβαια περίπτωση δεν εννοώ, ότι οι προαναφερθείσες κατηγορίες δεν περιλαμβάνουν,ορισμένες φορές και πρόσωπα, που έχουν τις απαιτούμενες, για την παραγωγή έργου, ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές πρέπει να είναι όμως εκείνες που θα καθορίσουν την πορεία τους στην πολιτική και όχι τα υπόλοιπα.

Ένα επίσης πλεονέκτημα που αυτόματα προκύπτει από την προσέλκυση στα ψηφοδέλτια ανθρώπων με πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια είναι η δυνατότητα αν δεν εκλεγούν να στελεχώσουν μετέπειτα ένα τμήμα της κρατικής μηχανής. Το επιχείρημα ότι θα έκαναν το κράτος φέουδο της κομματικής τους πελατείας είναι υπαρκτό, αλλά δεν αποδυναμώνει την ουσία της πρότασης. Δεν την αποδυναμώνει διότι ούτως ή άλλως η στελέχωση της κυβερνητικής μηχανής γίνεται από το κόμμα και τους υπουργούς, σίγουρα όχι πάντα με αξιοκρατικά κριτήρια.

Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να αναφερθώ στη «θεωρία των πρώτων», κατά την οποία πρώτοι δεν είναι οι αξιότεροι, αλλά εκείνοι οι οποίοι ευρισκόμενοι πολύ κοντά στο σύστημα, φροντίζουν να καλύπτουν αμέσως κάθεθέση που μένει κενή.

Συνοψίζοντας τώρα, οφείλω να ομολογήσω, ότι μια προσέγγιση της πολιτικήςπαρόμοια με αυτή που παρέθεσα, εμπεριέχει σήμερα και το στοιχείο του ρίσκου. Μήπως όμως το ρίσκο βρίσκεται μόνο στα μυαλά των κομματικών ηγεσιών και η κοινωνία είναι έτοιμη να ανταμείψει εκλογικά αυτόν που θα το δοκιμάσει;

Φυσικά από την άλλη πλευρά και οι έχοντες σε κάποιο βαθμό την πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια, συνδυασμένη με εντιμότητα και με, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, έλλειψη ματαιοδοξίας, πρέπει να πάψουν να στρογγυλο κάθονται επάνω στις δάφνες της πιθανής προσωπικής τους καταξίωσης και να εκτεθούν «πολιτικά».

Τελειώνοντας, θέλω να ομολογήσω ότι το θέμα είναι πολύ σύνθετο και έχω την πολυτέλεια να το παρουσιάζω καθισμένος στην πολυθρόνα μου, βγάζοντας για λίγο τον μανδύα του επιχειρηματία και φορώντας εκείνον του αρθρογράφου-αναλυτή. Γνωρίζω επίσης ότι κανείς δεν απαιτεί από εμένα να ενεργήσω πολιτικά.

Άλλωστε κανείς δεν θυμάται ποτέ τις αναλύσεις των αρθρογράφων, αλλά όλοι θυμούνται τα αποτελέσματα των αποφάσεων και των πράξεων των πολιτικών, ιδίως των ηγετών, διότι αυτά επιδρούν άμεσα στη ζωή τους.

Μακριά λοιπόν από εμένα η έπαρση της αυθεντίας. Μία άποψη σε ένα χρονίζοντα διάλογο περί πολιτικής παραθέτω, γνωρίζοντας και τον σχετικό αντίλογο, τον οποίο με χαρά θα επιθυμούσα να δω δημοσιευμένο.

Δημοσίευση: Εφημερίδα ΚΕΝΤΡΙ (27-06-2009)