Ενθυμούμενοςπάντα τη φράση του ποιητή ότι ρομαντικός δεν είναι αυτός που πιστεύει σε κάτιπου δεν γίνεται, αλλά αυτός που πιστεύει σε κάτι που δεν έγινε ακόμη, ανήκω σεόσους υποστηρίζουν ότι εξακολουθούμε να κρατάμε στα χέρια το μέλλον το δικόμας, αλλά και των παιδιών μας, αρκεί να πορευόμαστε με όραμα, μέθοδο, σχέδιοκαι πολλή δουλειά.
Αφορμή για αυτήν τη διαπίστωση υπήρξε ένα άρθρο το οποίο διάβασα πρόσφατασχετικά με το πρόγραμμα «Start Up Chile» που υλοποίησε η κυβέρνηση της Χιλής,προκειμένου να μετατρέψει τη χώρα σε επιχειρηματικό κέντρο καινοτόμων εταιρειώνγια την αγορά της Λατινικής Αμερικής.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα η ανταπόκριση στο πρόγραμμα ήταν άμεση.
Το 2010 προσέλκυσε 22 νεοσύστατες επιχειρήσεις από 14 χώρες, το 2011 κατάφερεμε συγκεκριμένες δράσεις να υποβληθούν αιτήσεις για εγκατάσταση 300 καινοτόμωνεπιχειρήσεων, ενώ το 2014 εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τις 1000.
Τι προσφέρει το πρόγραμμα;
-Το ποσό των 40.000 δολαρίων χωρίς καμία συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο καιχωρίς καμία υποχρέωση της εταιρείας να παραμείνει στη χώρα εάν δεν το επιθυμεί
– Δωρεάν γραφεία και εγκαταστάσεις για έξι μήνες σε «θερμοκοιτίδες» νέωνεπιχειρήσεων και
-Δωρεάν τηλεπικοινωνιακές υποδομές.
Διαβάζοντας το άρθρο με προσοχή, θυμήθηκα μερικά ακόμη παραδείγματα απόορισμένες μικρές χώρες όπως είναι η Δανία, το Ισραήλ και η Φιλανδία, οι οποίεςστηρίζουν τη δημιουργία και λειτουργία καινοτόμων επιχειρήσεων.
Αλλά για ποια ελληνική καινοτομία μπορούμε να μιλάμε όταν το πανεπιστήμιοαποτελεί χώρο στον οποίο λέξεις όπως «επιχειρηματίας» και «κέρδος» είναιαπαγορευμένες, λόγω της αντίδρασης μιας αριστερόστροφης μειοψηφίας η οποίαεπιβάλλει τις δικές της απόψεις;
Πως θα υπάρχει η δυνατότητα μια καινοτόμος ιδέα να εξελίσσεται σε εξαγώγιμοπροϊόν όταν και η πιο απλή επένδυση συνθλίβεται στα γρανάζια τηςγραφειοκρατίας;
Το παράδειγμα όμως των νέων ανθρώπων από τον Παλαμά Καρδίτσας οι οποίοιξερίζωσαν τις βαμβακοκαλλιέργειες και δημιούργησαν εξαγωγική εταιρεία μεαρωματικά φυτά, μπορεί να μας δώσει ελπίδα, αλλά και τον τρόπο μετον οποίο θα περιοριστεί η φυγή των νέων στο εξωτερικό και θα πάψει ηενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας.
Επειδή, λοιπόν, το ζήτημα της ανάπτυξης είναι βαθιά πολιτικό, πιστεύω ότιοποιαδήποτε κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να στηριχθεί μόνο από μιαφιλελεύθερη κυβέρνηση η οποία θα επιτύχει την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας,την επαναρύθμιση των αγορών, τη στήριξη της ιδιωτικής προσπάθειας και τουεπιχειρηματικού ρίσκου, αφήνοντας πίσω νοοτροπίες και πρακτικές 40 χρόνωνΜεταπολίτευσης.
Προφανές επίσης είναι ότι μια τέτοια διαδρομή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ναεγγυηθεί η αριστερά η οποία επί δεκαετίες διώχνει επενδύσεις, κλείνειεπιχειρήσεις, αποκλείει λιμάνια, τάζει παροχές από λεφτά που δεν υπάρχουν καιεπιμένει στον κρατισμό.
Έχοντας όλα τα παραπάνω κατά νου, στις εκλογές που έρχονται, καλούμαστε νααπαντήσουμε στο ερώτημα: Ποια Ελλάδα θέλουμε;
<w_LsdException Locked="false" SemiHidden="true" UnhideWhenUsed="true" Name="|"|"|"|"
4"
9
O ΣΥ.ΡΙΖ.Α.πορεύεται προς τις εκλογές του Ιουνίου με θέσεις θολές, οι οποίες ξεκινούν απότη μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης και τη διαγραφή του δημοσίουχρέους και φτάνουν μέχρι τη σύναψη υποχρεωτικού δανείου όσων πολιτών έχουνκαταθέσεις μεγαλύτερες από 20.000 ευρώ καθώς και την επιστροφή στο Δημόσιο όσωνεπιχειρήσεων ή οργανισμών έχουν εν μέρει ή συνολικά ιδιωτικοποιηθεί.
Οι παραπάνω προτάσεις που διατυπώνουν δημόσια προβεβλημένα στελέχη τουΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελούν προγραμματικές θέσεις αυτού που ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλεί«κυβερνώσα Αριστερά», χωρίς ωστόσο να λαμβάνει υπόψη δυο βασικούς παράγοντες.
Πρώτον, ένα ποσοστό της Αριστεράς στην Ελλάδα προέρχεται από τη μεσαία τάξη,είτε λόγω κάποιων μετεμφυλιακών αναφορών είτε λόγω κουλτούρας ή ακόμα και…μόδας. Όταν, όμως, φαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα η Αριστερά να αναλάβειτη διακυβέρνηση της χώρας, αυτό το τμήμα της κοινωνίας δεν συμπορεύεται μαζίτης, κυρίως λόγω διαφορετικής προσέγγισης της οικονομίας και επιστρέφει στηβάση του.
Δεύτερον, τα κόμματα που ανήκουν στο συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο δεν διαθέτουνκοινό πλαίσιο σύγκλισης όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια των πρόσφατωνδιερευνητικών εντολών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για παράδειγμα, χαρακτήρισε «μπλόφα» τα περί«κυβερνώσας Αριστεράς» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., η Δημοκρατική Αριστερά κατέστησεσαφές ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ και σταδιακά νααπαγκιστρωθεί από το Μνημόνιο, ενώ την ίδια ώρα ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζειορισμένες φορές να εκφράζει την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. συμμετέχουν η ΑνανεωτικήΚομμουνιστική Οικολογική Αριστερά, η Διεθνιστική Εργατική Αριστερά, η Κίνησηγια την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς, το Κόκκινο-τροτσκιστές κομμουνιστές, ηΚομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδας, οι μαοϊκοί κομμουνιστές, η «ΡΟΖΑ» με αναφοράστη Ρόζα Λούξεμπουργκ, το Αριστερό Δίκτυο για τα πολιτικά και κοινωνικάδικαιώματα και άλλα.
Συνιστώσες, δηλαδή, ορισμένες από τις οποίες έχουν ταχθεί δημόσια υπέρ«της νομιμοποίησης των μεταναστών», της επανόδου στο καθεστώς ανομίας τουΠανεπιστημιακού ασύλου και της «αναγνώρισης της ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα».
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, πιστεύω οτι η Αριστερά δεν μπορεί να είναι«κυβερνώσα».
Τέλος, αν υπάρχει κάτι που προσέφερε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στο διάστημα που μεσολάβησεαπό τις εκλογές της 6ης Μαΐου μέχρι σήμερα, είναι ότι επανέφερε στο προσκήνιοτο ερώτημα με ποιους και πώς θα κυβερνηθούμε. Διότι οι πολίτες έχουμε τηνευθύνη της ψήφου μας και στις 17 Ιουνίου ουδείς θα προσέλθει «αθώος» στηνκάλπη.