Μεγάλη κινητικότητα υπάρχει τελευταία στο χώρο της κεντροδεξιάς με φόντο τις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και την ήδη δηλωμένη επίσημα πρόθεση τριών προσώπων να διεκδικήσουν τη δημαρχία Θεσσαλονίκης. Απ’ ότι, μάλιστα, γνωρίζω υπάρχουν και δυο-τρεις ακόμη ενδιαφερόμενοι. Τους τιμώ όλους. Ο καθένας έχει τα δικά του ιδιαίτερα θετικά χαρακτηριστικά.
Η «Πρωτοβουλία», βέβαια, πανηγυρίζει και μαζί της ο φιλοκυβερνητικός τύπος και προσωπικά απορώ γιατί.
Μάλλον, αγνοούν ότι έτσι γίνεται φανερό πως κυριαρχεί η πεποίθηση για ήττα του Μπουτάρη και των συνοδοιπόρων του.
Κάνουν πως δεν βλέπουν τα ολέθρια αποτελέσματα που έχει ο σφιχτός εναγκαλισμός τους με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία, όμως, τι κάνει;
Κατ’ αρχήν δεν φαίνεται διατεθειμένη να δώσει χρίσματα, αλλά προφανώς κατά περίπτωση να στηρίζει υποψηφιότητες.
Επίσης, ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, προσανατολίζεται να μην επαναλάβει το λάθος των δυο προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων, όταν κυριολεκτικά ασχολήθηκε τους τελευταίους ελάχιστους μήνες με τις υποψηφιότητες.
Τρίτον, σκοπεύει να δώσει προτεραιότητα στα αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά και λιγότερο στα πολιτικά των υποψηφίων, μια προσέγγιση κατανοητή
ακόμη και για το δήμο Πειραιά, όπου ο δήμαρχος δεν ασχολείται με την κεντρική πολιτική σκηνή.
Μπορεί όμως αυτή η σωστή γενική αρχή να ισχύσει για τους δήμους Αθηναίων και Θεσσαλονίκης; Πιστεύω πως όχι.
Ο σημερινός δήμαρχος Αθηναίων ήταν υποψήφιος αρχηγός στο Κίνημα Αλλαγής, ενώ ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης ασχολείται κυρίως με θέματα της κεντρικής πολιτικής και πολύ λιγότερο με τα δημοτικά.
Ο τελευταίος, μάλιστα, σε κοινωνικά και εθνικά ζητήματα εκφράζει ένα σύνολο απόψεων, οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον πυρήνα των απόψεων της κεντροδεξιάς.
Η αλλαγή, λοιπόν, στο Δήμο Θεσσαλονίκης πρέπει να αποτελέσει για τη Νέα Δημοκρατία, συμβολικά, σημαντική πολιτική προτεραιότητα.
Όσον αφορά, τέλος, στους ήδη υποψηφίους δημάρχους και σε όσους σκέφτονται να είναι, καλό θα ήταν, αν προκύψει μία υποψηφιότητα από το χώρο της κεντροδεξιάς, επικοινωνιακά δυνατή, με αναγνωρισμένη ικανότητα διοίκησης και γνώση των θεμάτων και με δυνατότητα να εκφράσει και πολιτικά την ψυχή της παράταξης, τις ιδέες και τις απόψεις της, να συστρατευτούν μαζί της.
Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα χωρούν προσωπικές στρατηγικές ούτε λιποψυχίες.