Λίγους μήνες πριν την επόμενη κρίσιμη εκλογική μάχη θα επιχειρήσω να καταγράψω τις διαχρονικές πολιτικές ιδιαιτερότητες της Βορείου Ελλάδος και να εξηγήσω γιατί το τρίπτυχο «Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια» με σύγχρονο ή μη περιεχόμενο επηρεάζει το εκλογικό σώμα.
Ας αρχίσουμε με την έννοια της πατρίδος.
Παραθέτω ορισμένα δεδομένα:
- Η Βόρεια Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Τούρκους 100 περίπου χρόνια μετά την Νότια Ελλάδα
- Ο Μακεδονικός Αγώνας, κυρίως εναντίον των Κομιτατζήδων, εδώ διεξήχθη
- Εδώ έχουμε την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης
- Στην Ήπειρο υπάρχουν οι αλβανικές διεκδικήσεις περί Τσαμουριάς
- Δίπλα μας βρίσκεται η Βόρεια Ήπειρος
- Εδώ υπάρχουν οι μερικές χιλιάδες δίγλωσσοι που αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες
- Εδώ έγιναν οι κυριότερες μάχες του εμφυλίου πολέμου
- Εδώ κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου υπήρχε ο «από βορρά κίνδυνος»
Απολύτως λογικό είναι, λοιπόν, οι ευαισθησίες για τα εθνικά θέματα να είναι πολύ αυξημένες, αλλά να υπάρχουν και πολίτες, οι οποίοι έζησαν οι ίδιοι ή οι πρόγονοι τους όλες αυτές τις αιματηρές κατά κανόνα αντιπαραθέσεις ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων γεγονότων. Η συλλογική, δηλαδή, μνήμη είναι πολύ έντονη και βρίσκεται στο DNA των περισσοτέρων από εμάς, ακόμη και όσων κατανοούμε πλήρως ότι η χώρα πρέπει να προχωρήσει μπροστά μέσα στο νέο παγκοσμιοποιημένο, αλλά και με πολλούς γεωπολιτικούς κινδύνους περιβάλλον.
Η Βόρεια Ελλάδα έχει επίσης και ορισμένα επιπλέον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Έχει εγκατεστημένες σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα μεγαλύτερες φυλετικές ομάδες καταγωγής (Πόντιους, Μικρασιάτες, Σαρακατσάνους και Βλάχους), αλλά και μικρότερες (π.χ Αρμένιους) οι οποίες δραστηριοποιούνται έντονα σε κοινωνικό επίπεδο, διατηρώντας παράλληλα και τον πατριωτικό τους χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ημέρες μνήμης για τις γενοκτονίες Ποντίων και Αρμενίων, αλλά και οι πολύ μεγάλες εκδηλώσεις Σαρακατσαναίων και Βλάχων, όπου κυριαρχεί η ελληνικότητα.
Έρχομαι τώρα στο θέμα της θρησκείας, κυρίως βέβαια της Ορθοδοξίας.
Στον τομέα αυτό εμφανής είναι η επιρροή του Αγίου Όρους, το οποίο λόγω γειτνίασης με τη Θεσσαλονίκη δέχεται συνεχώς πολλούς Βορειοελλαδίτες, ενώ δεκάδες μοναχοί καθημερινά επισκέπτονται την πόλη.
Ταυτόχρονα, μεγάλη είναι η επιρροή διαφόρων εκκλησιαστικών οργανώσεων, δημιουργηθέντων από Μητροπολίτες, με μεγάλο εκκλησιαστικό κύρος και σημαντική κοινωνική επιρροή, αλλά και του Πατριαρχείου στο οποίο ανήκουν οι Μητροπόλεις της Βορείου Ελλάδος.
Το δίπολο, βέβαια πατρίδα-θρησκεία λογικό είναι να επηρεάζει, θετικά κατά τη γνώμη μου, και τα θέματα της οικογένειας. Γι’ αυτό και στη Βόρεια Ελλάδα οι κυβερνητικές απόπειρες για αλλαγή του οικογενειακού δικαίου δεν βρίσκουν «ευήκοα ώτα», γι’ αυτό εδώ ανθούν διάφορες πατριωτικές και, όπως προανέφερα, εκκλησιαστικές οργανώσεις και γι’ αυτό υπάρχουν πολλοί δυνατοί σύλλογοι με επίκεντρο την παράδοση καταγωγής.
Κατανοώντας πλήρως ο ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις ιδιαιτερότητες ταυτίζει επικοινωνιακά όλους τους έχοντες παρόμοιες απόψεις πολίτες με τον αναχρονισμό και τον εθνικισμό, ενώ επιχειρεί να διεμβολίσει και να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία με πολιτικές, όπως είναι η Συμφωνία των Πρεσπών ή ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, γνωρίζοντας ότι και στο δικό μας χώρο υπάρχουν δυνάμεις που αντιμετωπίζουν θετικά παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Η Νέα Δημοκρατία παραμένοντας σήμερα πιστή στις παραδοσιακές ελληνικές αξίες, ουσιαστικά σέβεται τις ευαισθησίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των Βορειοελλαδιτών που ανεξάρτητα από πολιτική καταγωγή στέκονται απέναντι στον διεθνισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζει τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, παραμένει πιστή στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής ταυτότητας όπως διαμορφώθηκε και μέσα από την χριστιανική παράδοση. Το κάνει με ενωτικούς τόνους, με αίσθηση ευθύνης χωρίς εκπτώσεις επί της ουσίας και χωρίς να αφήνει περιθώρια να μονοπωλούν τις παραδοσιακές ελληνικές αξίες ακραίες φωνές.
Δεν κάνει τίποτε διαφορετικό σε σχέση με ό,τι επιτάσσει η πολιτική της κληρονομιά.